ΛΕΞΙΚΟ Υ,υ

ΥΑΛΙΝΗ. Υλικό των ιστών υαλοειδούς εμφάνισης.

ΥΑΛΟΕΙΔΗΣ. Όμοιος με ύαλο

ΥΑΛΟΥΡΟΔΙΝΑΣΗ. Ένζυμο που υδρολύει το υαλουρονικό οξύ.

ΥΑΛΩΔΕΣ ΣΩΜΑ. Η ουσία που πληρεί την υαλώδη κοιλότητα του οφθαλμού.

ΥΑΛΩΔΗΣ ΚΟΙΛΟΤΗΤΑ. Τμήματου οφθαλμού πίσω από την κόρη.

ΥΒΟΣ. Εξόγκωμα της ράχης.

ΥΒΩΜΑ. Κύρτωμα, καμπούρα.

ΥΒΩΣΗ. Κύφωση, κύρτωση.

ΥΓΕΙΑ. Η φυσιολογική κατάσταση του οργανισμού, σωματική ευεξία.

ΥΓΙΕΙΑ. Η αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας.

ΥΓΙΕΙΝΗ. Επιστήμη που ασχολείται με θέματα υγείας.

ΥΓΙΕΙΝΟΛΟΓΙΑ. Μελέτη των μεθόδων της υγιεινής.

ΥΓΙΕΙΝΟΛΟΓΟΣ. Ειδικός γιατρός της υγιεινής.

ΥΓΙΕΙΝΟΣ. Αυτός που συμβάλλει στην υγεία.

ΥΓΙΗΣ. Αυτός που έχει υγεία.

ΥΓΡΑΣΙΑ.

ΥΔΑΡΗΣ. Ο υδατώδης, ο πλαδαρός.

ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΑΣ.

ΥΔΑΤΙΔΑ. Κύστη που παράγεται από την ανάπτυξη άωρων μορφών είδος σκώληκα.

ΥΔΑΤΙΚΟ ΔΙΑΛΥΜΜΑ.

ΥΔΑΤΙΣΜΟΣ. Ήχος υγρού σε κοιλότητα του σώματος.

ΥΔΝΟ. Είδος μυκήτων.

ΥΔΡΑ. Νερόφιδο.

ΥΔΡΑΜΝΙΟ.

ΥΔΡΑΡΓΥΡΙΑΣΗ. Δηλητηρίαση από υδράργυρο.

ΥΔΡΑΡΓΥΡΟΣ. βαρύ υγρό μέταλλο με χρήση των αλάτων του στην ιατρική.

ΥΔΡΑΡΓΥΡΟΥΧΟΣ. Ο περιέχων υδράργυρο.

ΥΔΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑ. Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τα υδρόβια ζώα και φυτά.

ΥΔΡΟΒΙΟΣ. Ο οργανισμός που ζει μέσα στο νερό.

ΥΔΡΟΓΟΝΩΣΗ. Προσθήκη υδρογόνου σε μία ουσία.

ΥΔΡΟΘΕΡΑΠΕΙΑ. Θεραπεία με τη χρήση νερού.

ΥΔΡΟΘΩΡΑΚΑΣ. Συλλογή στην κοιλότητα του υπεζωκότα υγρού.

ΥΔΡΟΚΕΦΑΛΙΑ. Ύδρωπας του εγκαφάλου.

ΥΔΡΟΚΕΦΑΛΟΣ. Αυξημένη ποσότητα εγκεφαλονωτιαίου υγρού στο κρανίο.

ΥΔΡΟΚΗΛΗ. Συλλογή υγρού στον όρχη ή στον σπερματικό πόρο.

ΥΔΡΟΚΟΡΤΙΖΟΝΗ. Ουσία σχετική με την κορτιζόνη σε δομή και σε δράση. 

ΥΔΡΟΚΥΑΝΙΟ. Δραστικότατο δηλητήριο.

ΥΔΡΟΚΥΣΤΗ. Κύστη με ορώδες περιεχόμενο.

ΥΔΡΟΝΕΦΡΩΣΗ. Συλλογή υγρού στα νεφρά λόγω απόφραξης της φυσιολογικής ροής των ούρων. 

ΥΔΡΟΞΥΚΟΒΑΛΑΜΙΝΗ. Η βιαταμίνη Β12.

ΥΔΡΟΞΥΟΥΡΙΑ. Φάρμακο με χρήση στη θεραπεία της μυελογενούς λευχαιμίας.

ΥΔΡΟΡΡΟΙΑ. Παθολογική κατάσταση έκκρησης ορώδους υγρού.

ΥΔΡΟΦΟΒΙΑ. Ο φόβος για το νερό καθώς και μια άλλη ονομασία για τη λύσσα.

ΥΔΡΟΦΟΒΟΣ. Αυτός που φοβάται το νερό

ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ ΚΥΚΛΙΖΙΝΗ. Αντιϊσταμινικό φάρμακο.

ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ ΠΕΘΙΔΙΝΗ. Φάρμακο αναλγητικό και αντισπασμωδικό.

ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ ΠΡΟΜΕΘΑΖΙΝΗ. Αντιϊσταμινικό φάρμακο.

ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ ΥΔΡΟΞΥΖΙΝΗ. Ηρεμιστικό.

ΥΔΡΩΜΑ. Κυστοειδής όγκος γεμάτος υγρό.

ΥΔΡΩΠΑΣ. Άρθροιση υγρού σε κοιλότητα των ορογόνων υμένων ή μεταξύ του συνδετικού ιστού.

ΥΔΡΩΠΙΚΙΑ. Η παθολογική κατάσταση εμφάνισης ύδρωπα.

ΥΔΡΩΠΙΚΟΣ. Ο οργανισμός που πάσχει από ύδρωπα.

ΥΔΡΩΠΙΣΜΟΣ. Η τάση να εμφανίζει ύδρωπα.

ΥΛΑΚΗ. Το γαύγισμα του σκύλου.

ΥΛΑΚΤΩ. Γαυγίζω.

ΥΜΕΝΟΓΟΝΟΣ. Αυτός που παράγει υμενώδη εξίδρωμα.

ΥΜΕΝΟΠΤΕΡΑ. Έντομα με υμενώδη πτερά.

ΥΟΕΙΔΕΣ ΟΣΤΟ. Το οστό στη ρίζα της γλώσσας.

ΥΠΑΙΣΘΗΣΙΑ. Ελαττωμένη αισθητικότητα.

ΥΠΑΡΑΧΝΩΕΙΔΕΣ ΔΙΑΣΤΗΜΑ. Το διάστημα μεταξύ αραχνοειδούς και χοριοειδούς μήνιγγας.

ΥΠΑΡΑΧΝΟΕΙΔΗΣ ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ. Η αιμορραγία στο υπαραχνοειδές διάστημα.

ΥΠΑΣΒΑΙΣΤΙΑΙΜΙΑ. Μείωση της συγκέντρωσης το ασβεστίου στο αίμα.

ΥΠΕΖΩΚΟΤΑΣ. Η μεμβράνη που καλύπτει τον πνεύμονα.

ΥΠΕΖΩΚΟΤΙΚΗ ΚΟΙΛΟΤΗΤΑ. Το τμήμα μεταξύ του τοιχωματικού και του σπλαχνικού πετάλου του υπεζωκότα.

ΥΠΕΡΑΕΡΙΣΜΟΣ. Γρήγορη και ακονόνιστη λήψη αναπνοών.

ΥΠΕΡΑΙΜΙΑ. Μεγάλη ποσότητα αίματος σε κάποιο όργανο ή μέλος του σώματος.

ΥΠΕΡΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΑ. Αύξηση μεγάλη των αιμοσφαιρίων.

ΥΠΕΡΑΙΣΘΗΣΙΑ. Υπερβολική ευαισθησία.

ΥΠΕΡΑΙΣΘΗΤΟΣ. Ο απρόσιτος στις αισθήσεις.

ΥΠΕΡΑΛΓΗΣΙΑ. Υπερβολική ευαισθησία στον πόνο.

ΥΠΕΡΑΣΒΕΣΤΙΑΙΜΙΑ. Αύξηση της συγκέντρωσης του ασβεστίου στον ορό του αίματος.

ΥΠΑΡΑΣΒΕΣΤΙΟΥΡΙΑ. Η αύξηση της ποσότητας του ασβεστίου στα ούρα.

ΥΠΕΡΓΑΛΑΚΤΙΑ. Μεγάλη παραγωγή γάλακτος.

ΥΠΕΡΓΛΥΚΑΙΜΙΑ. Η αύξηση της γλυκόζης στο αίμα.

ΥΠΕΡΓΛΥΧΑΙΜΙΑ. βλ. υπεργλυκαιμία.

ΥΠΕΡΔΙΕΓΕΡΣΙΜΟΤΗΤΑ. Υπέρμετρη διέγερση του νευρικού συστήματος.

ΥΠΕΡΔΙΕΓΕΡΣΗ. Υπερβολική διέγερση των νεύρων.

ΥΠΕΡΔΙΗΘΗΣΗ. Η διήθηση κάτω από πίεση.

ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ. Μη φυσιολογική ανοσολογική αντίδραση.

ΥΠΕΡΗΧΟΙ. Ηχητικά κύματα υψηλής συχνότητας.

ΥΠΕΡΗΧΟΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΗΜΑ. Διαγνωστική εξέταση με χρήση υπερήχων για την εξέταση της καρδιάς.

ΥΠΕΡΘΕΡΜΙΑ. Αύξηση της θερμοκρασίας.

ΥΠΕΡΘΕΡΜΟΣ. Ο πάρα πολύ θερμός.

ΥΠΕΡΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ. Μεγάλη δραστηριότητα του θυρεοειδή αδένα.

ΥΠΕΡΙΔΡΩΣΙΑ. Αύξηση της εφίδρωσης.

ΥΠΕΡΙΩΔΕΙΣ ΑΚΤΙΝΕΣ.

ΥΠΕΡΚΑΛΙΑΙΜΙΑ. Η αύξηση της ποσότητας του καλίου στο αίμα.

ΥΠΕΡΚΑΠΝΙΑ. Αύξηση της συγκέντρωσης του διοξειδίου στο αίμα και στους πνεύμονες.

ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ. Μεγάλη κινητική δραστηριότητα.

ΥΠΕΡΚΟΠΩΣΗ. Παθολογική κατάσταση διαταραχής του οργανισμού από μεγάλη κούραση.

ΥΠΕΡΛΙΠΙΔΑΙΜΙΑ. Η αύξηση της ποσότητας των λιπών στο αίμα.

ΥΠΕΡΛΙΠΩΣΗ. Υπερπλασία του λιπώδους ιστού.

ΥΠΕΡΜΑΣΤΙΑ. Ύπαρξη περισσοτέρων μαστών.

ΥΠΕΡΝΑΤΡΙΑΙΜΙΑ. Η αύξηση της ποσότητας του νατρίου στο αίμα.

ΥΠΕΡΝΑΦΡΩΜΑ. Κακοήθης όγκος των νεφρών που η σύστασή του μοιάζει με τον ιστό των επινεφριδίων.

ΥΠΕΡΟΓΚΑΙΜΙΑ. Η αύξηση του αίματος που κυκλοφορεί στον οργανισμό.

ΥΠΕΡΟΞΕΙΔΙΟ ΤΟΥ ΥΔΡΟΓΟΝΟΥ. Υγρό, πυκνό και άχρωμο.

ΥΠΕΡΟΣΜΙΑ. Μεγάλη ευαισθησία της όσφρησης.

ΥΠΕΡΠΑΡΑΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ. Η αύξηση της δραστηριότητας των παραθυρεοειδών αδένων.

ΥΠΕΡΟΣΤΩΣΗ. Υπερτροφία οστού.

ΥΠΕΡΠΛΑΣΙΑ. Υπερπλασία οργανικού ιστού.

ΥΠΕΡΠΝΟΙΑ. Προσπάθεια λήψης περισσότερου αέρα λόγω έλλειψης οξυγόνου.

ΥΠΕΡΠΥΡΕΞΙΑ. Πολύ μεγάλος πυρετός.

ΥΠΕΡΤΑΣΗ. Αύξηση της πίεσηςτου αίματος στις αρτηρίες.

ΥΠΕΡΤΟΝΙΑ. Η αύξηση του μυϊκού τόνου.

ΥΠΕΡΤΟΝΟ. Διάλυμα με μεγαλύτερη οσμωτική πίεση από αυτήν του αίματος.

ΥΠΕΡΤΡΟΦΙΑ. Η αύξηση του μεγέθους ενός οργάνου λόγω αυξημένων λειτουργικών αναγκών.

ΥΠΕΡΥΠΟΦΥΣΙΑΣΜΟΣ. Η αύξηση της δραστηριότητας του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης.

ΥΠΕΡΧΛΩΡΙΑΙΜΙΑ. Αύξηση του χλωρίου στο αίμα.

ΥΠΕΡΧΡΩΜΙΑ. Μεγάλη αύξηση της μελανίνης στο δέρμα.

ΥΠΕΡΧΛΩΡΥΔΡΙΑ. Η μεγάλη παραγωγή του υδροχλωρικού οξέος στο στομάχι.

ΥΠΕΡΧΟΛΙΣΤΕΡΙΝΑΙΜΙΑ.

ΥΠΕΡΩΑ. Η διαχωριστική δομή μεταξύ ρινικών κοιλοτήτων και στοματικής κοιλότητας.

ΥΠΕΡΩΙΟΣΧΙΣΤΙΑ. Το λυκόστομα.

ΥΠΝΗΛΙΑ. Η τάση για ύπνο.

ΥΠΝΟΓΟΝΙΑ. Η πρόκληση ύπνου.

ΥΠΝΟΠΑΘΕΙΑ. Παθολογική κατάσταση ύπνου.

ΥΠΝΟΣ. Η κατάσταση του εγκεφάλου σε νάρκη, με μειώση της συνείδησης και της κινητικής ικανότητας.

ΥΠΝΩΤΙΚΟ. Φαρμακευτική ουσία που προκαλεί ύπνο.

ΥΠΟ-ΑΕΡΙΣΜΟΣ. Η αβαθής και αργή αναπνοή που συνήθως οδηγεί σε υποξία και υπερκαπνία.

ΥΠΟΒΛΕΝΝΟΓΟΝΙΟΣ. Το στρώμα του συνδετικού ιστού που βρίσκεται κάτω από τον βλεννογόνο.

ΥΠΟΓΑΛΑΚΤΙΑ. Παθολογικών αιτίων ελάττωση της παραγωγής γάλακτος των μαστών.

ΥΠΟΓΑΣΤΡΙΟΣ. Η περιοχή μεταξύ του ομφαλού και της ηβικής σύμφυσης.

ΥΠΟΓΕΝΕΣΗ. Η ατελής διάπλαση νεογνού.

ΥΠΟΓΚΑΙΜΙΑ. Η μείωση του όγκου του αίματος που κυκλοφορεί στον οργανισμό. 

ΥΠΟΓΛΥΚΑΙΜΙΑ. Η μείωση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα.

ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΟ ΝΕΥΡΟ. Το νεύρο που νευρώνει τους μύες της γλώσσας.

ΥΠΟΓΟΝΑΔΙΣΜΟΣ. Παθολογική κατάσταση όπου παρατηρείται ελαττωματική παραγωγή ορμονών από τις ωοθήκες και τους όρχεις. 

ΥΠΟΔΙΑΦΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟΣΤΗΜΑ. Απόστημα που αναπτύσσεται κάτω από το διάφραγμα.

ΥΠΟΔΟΡΙΟΣ. Η περιοχή κάτω από το δέρμα.

ΥΠΟΔΟΧΕΑΣ.

ΥΠΟΘΑΛΑΜΟΣ.

ΥΠΟΘΕΡΜΙΑ. Η πτώση της θερμοκρασίας του σώματος κάτω από τα φυσιολογικά όρια.

ΥΠΟΘΕΤΟ.

ΥΠΟΘΥΡΕΟΕΙΔΙΑ. βλ. υποθυρεοειδισμός.

ΥΠΟΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ. Παθολογική κατάσταση όπου ο θυρεοειδής αδένας εκκρίνει ελάχιστες ποσότητες ορμονών

ΥΠΟΚΑΠΝΙΑ. Η πτώση της τάσης του διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα.

ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ. Η αντικατάσταση μιας ουσίας με μια άλλη.

ΥΠΟΚΛΕΙΔΙΟΣ. Η ονομασία μεγάλης αρτηρίας και μεγάλης φλέβας.

ΥΠΟΚΡΙΝΙΑ. Ελάττωση των εκκρίσεων.

ΥΠΟΛΕΙΠΟΜΕΝΟΣ. Είναι ότι πρόκειται να εξαφανιστεί.

ΥΠΛΟΕΙΠΟΜΕΝΟ ΓΟΝΙΔΙΟ. Το γονίδιο που βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση.

ΥΠΟΜΑΝΙΑ. Μια ήπια μορφή μανίας.

ΥΠΟΝΑΤΡΙΑΙΜΙΑ. Η μείωση της συγκέντρωσης του νατρίου στο αίμα.

ΥΠΟΞΕΙΑ. Κατάσταση πάθησης μεταξύ της οξείας και χρονίας μορφής της.

ΥΠΟΞΙΑ. Η μείωση της τάσης του οξυγόνου στο αίμα.

ΥΠΟΠΑΡΑΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ. Η υπολειτουργία των παραθυρεοειδών αδένων.

ΥΠΟΠΕΨΙΑ. Η μείωση της ικανότητας πέψης.

ΥΠΟΠΛΑΣΙΑ. Η διαταραχή στην ανάπτυξη ενός οργάνου.

ΥΠΟΣΙΤΙΖΩ. Προσφέρω λιγώτερη του κανονικού τροφή.

ΥΠΟΣΚΛΗΡΙΔΙΟΣ. Το διάστημα μεταξύ της σκληράς και της αραχνοειδούς μήνιγγας.

ΥΠΟΣΜΙΑ. Μειωμένη ικανότητα όσφρισης.

ΥΠΟΣΤΑΣΗ. Η στάση του αίματος σε κάποιο σημείο του σώματος.

ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ.

ΥΠΟΣΥΣΤΟΛΗ. Μείωση της δύναμης της καρδιακής συστολής.

ΥΠΟΤΑΣΗ. Η πολύ χαμηλή πίεση.

ΥΠΟΤΟΝΙΚΟΣ. Ο μυς με ελαττωμένο τόνο.

ΥΠΟΤΟΝΟ. Το διάλυμα που η οσμωτική του πίεση είναι μικρότερη από αυτήν του αίματος.

ΥΠΟΤΡΑΧΗΛΙΟ. Το κατώτερο τμήμα του τραχήλου.

ΥΠΟΤΡΟΠΗ. Η επανεμφάνιση μιας νόσου μετά την θεραπευτική αντιμετώπιση.

ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΩΝ ΠΥΡΕΤΟΣ. Η λοιμώδης πάθηση που οφείλεται σε σπειροχαίτες.

ΥΠΟΤΥΠΩΔΗΣ. Αναφέρεται σε όργανο που η μορφή, η δομή και η λειτουργία του είναι μειωμένες μέχρι εξαφανίσεως τους.

ΥΠΟΫΠΟΦΥΣΙΣΜΟΣ. Η υπολειτουργία της υπόφυσης.

ΥΠΟΦΑΙΟΣ. Ελαφρά φαιός.

ΥΠΟΦΥΣΕΚΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης της υπόφυσης.

ΥΠΟΦΥΣΗ.  

ΥΠΟΧΛΩΡΙΚΟ ΝΑΤΡΙΟ. Απολυμαντικό

ΥΠΟΧΛΩΡΥΔΡΙΑ. Η μείωση της έκκρισης του υδροχλωρικού οξέος από το βλεννογόνου του στομάχου.

ΥΠΟΧΟΝΔΡΙΑΣΗ.

ΥΠΟΧΟΛΙΑ. Ελάττωση της έκκρισης της χολής.

ΥΠΟΧΟΝΔΡΙΟΣ. Ο κάτω από τους πλευρικούς χόνδρους.

ΥΠΟΧΡΩΜΙΑ. Η ελάττωση της μελανίνης του δέρματος.

ΥΠΟΧΥΣΗ. Ο καταρράκτης.

ΥΠΤΙΟΣ. Θέση κατάκλησης με την σπονδυλική στήλη από κάτω.

ΥΣΚΑ. Τα αντικείμενα που ήρθαν σε επαφή με άτομο που πάσχει από λοιμογόνο πάθηση και συνεπώς είναι μολυσμένα.

ΥΣΤΕΡΕΚΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης της μήτρας.

ΥΣΤΕΡΑΛΓΙΑ. Νευραλγία της μήτρας.

ΥΣΤΕΡΙΑ.

ΥΣΤΕΡΟ. Ο πλακούντας και οι εμβρυϊκές μεμβράνες.

ΥΣΤΕΡΟΠΛΗΓΙΑ. Η παράλυση της μήτρας.

ΥΣΤΕΡΟΠΤΩΣΗ. Η πρόπτωση της μήτρας.

ΥΣΤΕΡΟΣΚΟΠΗΣΗ. Διαγνωστική εξέταση του εσωτερικού της μήτρας.

ΥΣΤΕΡΟΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση τομήςς στο πρόσθιο τοίχωμα της μήτρας.

ΥΦΕΣΗ. Η χρονική περίοδος κατά την οποία μια νόσος ανταποκρίνεται στη θεραπευτική αγωγή.

ΥΦΕΣΙΜΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ. Η πτώση του πυρετού αλλά όχι σε φυσιολογικά επίπεδα.

Υ-ΧΡΩΜΑΤΟΣΩΜΑ. Ένα από τα δύο φυλετικά χρωματοσώματα που υπάρχει δίπλα σε ένα Χ-χρωματόσωμα.