Category: ΛΕΞΙΚΟ

ΛΕΞΙΚΟ Ν,ν

Ν,ν ΝΑΛΟΞΟΝΗ. Αντίδοτο σε δηλητηρίαση από μορφίνη. ΝΑΝΙΣΝΟΣ. Κατάσταση νάνου, η μη κατάλληλη ανάπτυξη του σώματος. ΝΑΝΟΣ. Άνθρωπος εξαιρετικά μικρόσωμος. ΝΑΝΟΣΩΜΙΑ. Ο νανισμός ΝΑΡΘΗΚΑΣ. Σκελετός, υποστήριγμα που προσδένεται σε μέλος του σώματος που έχει...

ΛΕΞΙΚΟ Ω,ω

ΩΑΓΩΓΟΣ. Ο μεταξύ των ωοθηκών και μήτρας πόρος μέσω του οποίου κατέρχεται το ωάριο. ΩΑΡΙΟ. Θηλυκό γεννητικό κύτταρο. ΩΔΙΝΕΣ. Οι πόνοι του τοκετού. ΩΔΙΝΩ. Έχω ωδίνες. ΩΤΑΙΜΑΤΩΜΑ. Αιμάτωμα στο πτερύγιο του αυτιού. ΩΙΔΙΟ. Η...

ΛΕΞΙΚΟ Ψ,ψ

ΨΑΜΜΙΑΣΗ. Το ίζημα που διέρχεται μέσα από τα ούρα. ΨΑΜΜΟΣ. Η παρουσία αλάτων σαν άμμος στα ούρα. ΨΑΜΜΟΦΙΛΟΣ. Αναφέρεται σε ζώα και φυτά που ζουν σε άμμο. ΨΑΡΟΝΙ. Ωτικό πτηνό. ΨΕΙΡΑ. βλ. φθείρα. ΨΕΙΡΙΑΖΩ....

ΛΕΞΙΚΟ Χ,χ

ΧΑΙΤΗ. Το μακρύ τρίχωμα στον αυχαίνα ζώων. ΧΑΛΑΖΙΟ. Μικρό ογκίδιο στο βλέφαρο. ΧΑΛΑΡΟΣ. Ο μη τεταμένος, ο μη άκαμπτος. ΧΑΛΚΟΣ. Απαραίτητο θρεπτικό υλικό. ΧΑΛΚΩΧΡΟΥΣ. Αυτός που έχει τη χροιά του χαλκού. ΧΑΠΙΑ. Μικρή φαρμακευτικής...

ΛΕΞΙΚΟ Φ,φ

ΦΑΓΕΔΑΙΝΑ. Διαβρωτική ελκώδης επεξεργασία. ΦΑΓΕΔΑΙΝΙΣΜΟΣ. Διαβρωτική έλκωση με ταχεία εξέλιξη. ΦΑΓΟΚΥΤΤΑΡΙΣΜΟΣ. βλ. φαγοκυττάρωση. ΦΑΓΟΚΥΤΤΑΡΟ. Λευκοκύτταρο του οργανισμού που καταστρέφει τα εισερχόμενα μικρόβια. ΦΑΓΟΚΥΤΤΑΡΩΣΗ. Η διαδικασία εξουδετέρωσης των μικροβίων από τα φαγοκύτταρα. ΦΑΓΟΥΡΑ. Ο κνησμός....

ΛΕΞΙΚΟ Υ,υ

ΥΑΛΙΝΗ. Υλικό των ιστών υαλοειδούς εμφάνισης. ΥΑΛΟΕΙΔΗΣ. Όμοιος με ύαλο ΥΑΛΟΥΡΟΔΙΝΑΣΗ. Ένζυμο που υδρολύει το υαλουρονικό οξύ. ΥΑΛΩΔΕΣ ΣΩΜΑ. Η ουσία που πληρεί την υαλώδη κοιλότητα του οφθαλμού. ΥΑΛΩΔΗΣ ΚΟΙΛΟΤΗΤΑ. Τμήματου οφθαλμού πίσω από...

ΛΕΞΙΚΟ Τ,τ

ΤΑΓΗ. Αναφέρεται επί ζώων για τη παραχωμένη τροφή. ΤΑΙΝΙΑΣΗ. Πάθηση που οφείλεται σε ταινία ή σε πλατέλμυνθα. ΤΑΙΝΙΟΕΙΔΗΣ. Αυτός που έχεο μορφή ταινίας. ΤΑΛΚ. Μαλακό μέταλλο από πυριτικό μαγνήσιο. ΤΑΜΟΞΙΦΑΙΝΗ. Ορμονικό φάρμακο κατά του...

ΛΕΞΙΚΟ Σ,σ

ΣΑΚΧΑΡΙΚΟΣ. Οτιδήποτε σχετικό με το σάκχαρο. ΣΑΚΧΑΡΙΝΗ. ΣΑΚΧΑΡΙΣΜΟΣ. Είδος τοξικής δηλητηρίασης από μεγάλη ποσότητα σακχάρου. ΣΑΚΧΑΡΟΜΥΚΗΤΕΣ. ΣΑΚΧΑΡΟ. Η νόσος του σακχαροδιαβήτη. ΣΑΛΒΟΥΤΑΜΟΛΗ. ΣΑΛΙΚΥΛΙΚΟ ΟΞΥ. ΣΑΛΠΙΓΓΑ. Ο ωαγωγός της μήτρς. ΣΑΛΠΙΓΓΕΚΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση για την εκτομή...

ΛΕΞΙΚΟ Ρ,ρ

ΡΑΒΔΟΪΟΙ. Ομάδα ιών στους οποίους περιλαμβάνεται και ο ιος της λύσσας. ΡΑΓΑΔΕΣ. ΡΑΓΗ. Η ρωγμή. ΡΑΓΟΕΙΔΗΣ ΧΙΤΩΝΑΣ. Ο μέσος χιτώνας του οφθαλμού (ίριδα, ακτινωτό σώμα, χοριοειδή χιτώνα). ΡΑΓΟΕΙΔΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του ραγοειδούς χιτώνα. ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΑ...

ΛΕΞΙΚΟ Π,π

ΠΑΓΚΡΕΑΣ. Επίμηκης εκκριτικός αδένας. ΠΑΓΚΡΕΑΤΙΝΗ. Το σύνολο των ενζύμων τρυψίνη, χυμοτρυψίνη, λιπάση και αμυλάση. ΠΑΓΚΡΕΑΤΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του παγκρέαρος. ΠΑΓΟΠΛΗΞΙΑ. Παθολογική κατάσταση λόγω επίδρασης του ψύχους. ΠΑΘΗΣΗ. Νόσος, ασθένεια. ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ. Η κίνηση που κάνει...