ΛΕΞΙΚΟ Ν,ν
Ν,ν ΝΑΛΟΞΟΝΗ. Αντίδοτο σε δηλητηρίαση από μορφίνη. ΝΑΝΙΣΝΟΣ. Κατάσταση νάνου, η μη κατάλληλη ανάπτυξη του σώματος. ΝΑΝΟΣ. Άνθρωπος εξαιρετικά μικρόσωμος. ΝΑΝΟΣΩΜΙΑ. Ο νανισμός ΝΑΡΘΗΚΑΣ. Σκελετός, υποστήριγμα που προσδένεται σε μέλος του σώματος που έχει...