ΛΕΞΙΚΟ Ι,ι
ΙΑΙΜΙΑ. Είναι μια φυσική κατάσταση κατά την οποία ιοί εισάγανται στην κυκλοφορία του αίματος και συνεπώς έχουν πρόσβαση σε όλο το σώματος. ΙΑΣΙΜΟ. βλ. θεραπεύσιμο. ΙΑΣΗ. βλ. θεραπεία. ΙΑΤΡΕΥΩ. Θεραπεύω. ΙΑΤΡΙΚΟ. Το φάρμακο. ΙΑΤΡΟΓΕΝΗΣ ΠΑΘΗΣΗ. Πάθηση που προέρχεται από λάθος ιατρικούς...