Author: vets.gr

ΛΕΞΙΚΟ Υ,υ

ΥΑΛΙΝΗ. Υλικό των ιστών υαλοειδούς εμφάνισης. ΥΑΛΟΕΙΔΗΣ. Όμοιος με ύαλο ΥΑΛΟΥΡΟΔΙΝΑΣΗ. Ένζυμο που υδρολύει το υαλουρονικό οξύ. ΥΑΛΩΔΕΣ ΣΩΜΑ. Η ουσία που πληρεί την υαλώδη κοιλότητα του οφθαλμού. ΥΑΛΩΔΗΣ ΚΟΙΛΟΤΗΤΑ. Τμήματου οφθαλμού πίσω από...

ΛΕΞΙΚΟ Τ,τ

ΤΑΓΗ. Αναφέρεται επί ζώων για τη παραχωμένη τροφή. ΤΑΙΝΙΑΣΗ. Πάθηση που οφείλεται σε ταινία ή σε πλατέλμυνθα. ΤΑΙΝΙΟΕΙΔΗΣ. Αυτός που έχεο μορφή ταινίας. ΤΑΛΚ. Μαλακό μέταλλο από πυριτικό μαγνήσιο. ΤΑΜΟΞΙΦΑΙΝΗ. Ορμονικό φάρμακο κατά του...

ΛΕΞΙΚΟ Σ,σ

ΣΑΚΧΑΡΙΚΟΣ. Οτιδήποτε σχετικό με το σάκχαρο. ΣΑΚΧΑΡΙΝΗ. ΣΑΚΧΑΡΙΣΜΟΣ. Είδος τοξικής δηλητηρίασης από μεγάλη ποσότητα σακχάρου. ΣΑΚΧΑΡΟΜΥΚΗΤΕΣ. ΣΑΚΧΑΡΟ. Η νόσος του σακχαροδιαβήτη. ΣΑΛΒΟΥΤΑΜΟΛΗ. ΣΑΛΙΚΥΛΙΚΟ ΟΞΥ. ΣΑΛΠΙΓΓΑ. Ο ωαγωγός της μήτρς. ΣΑΛΠΙΓΓΕΚΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση για την εκτομή...

ΛΕΞΙΚΟ Ρ,ρ

ΡΑΒΔΟΪΟΙ. Ομάδα ιών στους οποίους περιλαμβάνεται και ο ιος της λύσσας. ΡΑΓΑΔΕΣ. ΡΑΓΗ. Η ρωγμή. ΡΑΓΟΕΙΔΗΣ ΧΙΤΩΝΑΣ. Ο μέσος χιτώνας του οφθαλμού (ίριδα, ακτινωτό σώμα, χοριοειδή χιτώνα). ΡΑΓΟΕΙΔΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του ραγοειδούς χιτώνα. ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΑ...

ΛΕΞΙΚΟ Π,π

ΠΑΓΚΡΕΑΣ. Επίμηκης εκκριτικός αδένας. ΠΑΓΚΡΕΑΤΙΝΗ. Το σύνολο των ενζύμων τρυψίνη, χυμοτρυψίνη, λιπάση και αμυλάση. ΠΑΓΚΡΕΑΤΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του παγκρέαρος. ΠΑΓΟΠΛΗΞΙΑ. Παθολογική κατάσταση λόγω επίδρασης του ψύχους. ΠΑΘΗΣΗ. Νόσος, ασθένεια. ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ. Η κίνηση που κάνει...

ΛΕΞΙΚΟ Ο,ο

ΟΒΕΛΙΑΙΟΣ. Η εσωτερική πλαγία τομή οργάνου ή σώματος. ΟΓΚΑΝΙΖΩ. Γκαρίζω. ΟΓΚΕΚΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης όγκου από το μαστό, ο οποίος μαστός παραμένει στη θέση του. ΟΓΚΗΘΜΟΣ. Η φωνή του όνου, το γκάρισμα. ΟΓΚΟΓΟΝΟ. Το...

ΛΕΞΙΚΟ Ξ,ξ

ΞΑΝΘΕΛΑΣΜΑ. Δερματοπάθεια των βλεφάρων. ΞΑΝΘΟΨΙΑ. Παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής βλέπει όλα τα αντικείμενα ανοιχτόχρωμα. ΞΑΝΘΩΜΑΤΑ. ΞΕΚΛΩΣΣΩ. Σταματάω το κλώσσημα. ΞΕΝΙΣΤΗΣ. Ο οργανισμός που ζει παρασιτικά σε βάρος ενός άλλου οργανισμού. ΞΕΝΟ...

ΛΕΞΙΚΟ Μ,μ

  ΜΑΓΓΑΝΙΟ. Χημικό στοιχείο, ένα από τα μέταλλα. ΜΑΓΝΗΣΙΟ. Χημικό στοιχείο, ένα από τα μέταλλα. ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΑΞΟΝΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ. Επεμβατική μέθοδος απεικόνισης του σώματος και των οργάνων αυτού. ΜΑΙΕΥΤΙΚΗ. Κλάδος της ιατρικής που ασχπλείται με...

ΛΕΞΙΚΟ Λ,λ

ΛΑΒΙΔΑ. Χειρουργικό εργαλείο. ΛΑΒΥΡΙΝΘΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή του λαβύρινθου του αυτιού. ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ. Το εσωτερικό τμήμα του αυτιού που σχετίζεται με την ισορροπία και την αντίληψη του χώρου ΛΑΓΟΝΙΟ. Το ανώτερο οστό που με το ισχίο και...

ΛΕΞΙΚΟ Κ,κ

  ΚΑΖΕΪΝΗ. Μέρος του γάλακτος υπεύθυνο για το τυρί καο ξυνόγαλα. ΚΑΘΑΡΟΑΙΜΟ. Το ζώο που προέρχται από αναπαραγωγή γονέων της ίδιας ράτσας. ΚΑΘΑΡΤΙΚΟ. Ομάδα φαρμακευτικών ουσιών που χρησιμοποιούνται για να επιφέρουν κένωση του εντέρου. ...