ΛΕΞΙΚΟ Υ,υ
ΥΑΛΙΝΗ. Υλικό των ιστών υαλοειδούς εμφάνισης. ΥΑΛΟΕΙΔΗΣ. Όμοιος με ύαλο ΥΑΛΟΥΡΟΔΙΝΑΣΗ. Ένζυμο που υδρολύει το υαλουρονικό οξύ. ΥΑΛΩΔΕΣ ΣΩΜΑ. Η ουσία που πληρεί την υαλώδη κοιλότητα του οφθαλμού. ΥΑΛΩΔΗΣ ΚΟΙΛΟΤΗΤΑ. Τμήματου οφθαλμού πίσω από...