ΛΕΞΙΚΟ Α,α

 

Α,α

ΑΒΙΤΑΜΙΝΩΣΗ. Είναι η κατάσταση εκείνη των ζώων, όπου παρατηρείται έλλειψη μίας ή και περισσοτέρων βιταμινών.

ΑΓΓΕΙΟ. Αγγείο ονομάζεται το ελαστικό, λεπτό και σωληνοειδές όργανο του σώματος, μέσα στο οποίο κυκλοφορεί το αίμα και η λέμφος.

ΑΓΓΕΙΟΔΙΑΣΤΑΛΤΙΚΑ. Ουσίες που προκαλούν διαστολή των αιμοφόρων αγγείων.

ΑΓΓΕΙΪΤΙΔΑ. Φλεγμονή των αιμοφόρων αγγείων.

ΑΓΓΕΙΟΠΑΘΕΙΑ. Πάθηση των αγγείων

ΑΓΓΕΙΟΣΠΑΣΜΟΣ. Σπασμός των αιμοφόρων αγγείων  με αποτέλεσμα την ελάττωση της αιματικής ροής. 

ΑΓΚΥΛΟΣΤΟΜΙΑΣΗ. Παρασιτική λοίμωξη που οφείλεται στους νηματοσκώληκες αγκυλόστομο του δωδεκαδάκτυλου. Αγκυλόστομα braziliensis, λοίμωξη των σκύλων από νηματώδεις σκώληκες.

ΑΓΧΟΛΥΤΙΚΑ. Φάρμακα για την αντιμετώπιση του άγχους.

ΑΔΑΜΑΝΤΙΝΗ. Η σκληρή και γυαλιστερή ουσία που περιβάλει τα δόντια.

ΑΔΕΝΕΚΤΟΜΙΑ. Εκτομή του αδένα.

ΑΔΕΝΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή αδένα.

ΑΔΕΝΟΚΑΡΚΙΝΩΜΑ. Κακοήθης ανάπτυξη αδενικού ιστού.

ΑΔΕΝΟΠΑΘΕΙΑ. Φλεγμονή και διόγκωση των λεμφαδένων.

ΑΔΕΝΩΜΑ. Καλοήθης όγκος αδενικού ιστού. 

ΑΔΕΡΜΟΤΡΟΦΙΑ. Παθολογική ατροφία του δέρματος.

ΑΔΕΣΠΟΤΟ. Το ζώο που δεν έχει ιδιοκτήτη.

ΑΔΙΨΙΑ. Αντοχή στην έλλειψη νερού

ΑΕΡΟΦΑΓΙΑ. Κατάποσση μεγάλης ποσότητας αέρα.

ΑΔΡΕΝΑΛΙΝΗ. Έκκριμα της μυελώδους μοίρας των επινεφριδίων.

ΑΖΩΣΠΕΡΜΙΑ. Παντελής απουσία σπερματοζωαρίων στο σπέρμα. 

ΑΖΩΤΟΡΡΟΙΑ. Αύξηση του αζώτου στα κόπρανα.

ΑΖΩΤΟΥΡΙΑ. Απέκκριση μεγάλης ποσότητας αζώτου από τα ούρα.

ΑΖΩΤΩΣΗ. Λήψη αζώτου

ΑΘΗΡΩΜΑ. Εκφυλιστική αλλαγή των χιτώνων των αρτηριών.

ΑΙΘΑΝΟΛΗ. Η αιθυλική αλκοόλη.

ΑΙΜΑ. Είναι το ζωτικό υγρό που κυκλοφορεί στο αγγειακό σύστημα ανθρώπων και ζώων και αποτελείται από κυτταρικά στοιχεία που αιωρούνται στο πλάσμα.

ΑΙΜΑΓΓΕΙΩΜΑ. Καλοήθης όγκος των αιμοφόρων αγγείων. 

ΑΙΜΑΤΕΜΕΣΗ. Αποβολή αίματος με έμετο.

ΑΙΜΑΤΙΝΗ. Οργανικός αυξητικός παράγων.

ΑΙΜΑΤΑΝΘΡΑΚΑΣ. βλ. Άνθρακας.

ΑΙΜΑΤΕΓΧΥΣΗ. Μετάγγιση αίματος.

ΑΙΜΑΤΙΝΗ. Συστατικό του αίματος, οργανικός αυξητικός παράγων.

ΑΙΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ. Έρευνα και περιγραφή του αίματος.

ΑΙΜΑΤΟΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ. Διάγνωση διαφόρων νόσων με εξέταση του αίματος.

ΑΙΜΑΤΟΕΙΔΙΝΗ. Ουσία του αίματος.

ΑΙΜΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ. Καλλιέργεια του αίματος.

ΑΙΜΑΤΟΚΡΙΤΗΣ.  Είναι η εκατοστιαία αναλογία των ερυθρών αιμοσφαιρίων ανά μονάδα όγκου αίματος. 

ΑΙΜΑΤΟΚΥΣΤΗ. Κύστη που περιέχει αιματηρό υγρό.

ΑΙΜΑΤΟΜΥΕΛΙΑ. Αιμορραγία στον νωτιαίο μυελό.

ΑΙΜΑΤΟΠΙΝΗΣ. Παράσιτο που τρέφεται με αίμα, το τσιμπούρι.

ΑΙΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ. (ΑΙΜΟΠΟΙΗΣΗ). Σχηματισμός αίματος.

ΑΙΜΑΤΟΡΡΟΙΑ. Ροή αίματος.

ΑΙΜΟΣΠΕΡΜΙΑ. βλ. Αιματοσπερμία.

ΑΙΜΑΤΟΣΚΟΠΙΑ. Εξέταση του αίματος με μικροσκόπιο.

ΑΙΜΑΤΟΣΚΟΠΙΟ. Όργανο για την καταμέτρηση του σκοπού της αιμοσφαιρίνης.

ΑΙΜΑΤΟΣΠΕΡΜΙΑ.(ΑΙΜΟΣΠΕΡΜΙΑ). Ύπαρξη αίματος στο σπέρμα.

ΑΙΜΑΤΟΣΠΟΡΙΔΙΑ. Παράσιτα των ερυρθρών αιμοσφαιρίων.

ΑΙΜΟΘΥΡΩΣΗ. Έκκριση ιδρώτα με αίμα.

ΑΙΜΟΣΤΑΞΙΑ. Κηλίδα αίματος.

ΑΙΜΑΤΟΣΤΑΣΗ (ΑΙΜΟΣΤΑΣΗ). Διαδικασία διακοπής της αιμορραγίας. 

ΑΙΜΑΤΩΜΑ. Συλλογή αίματος και ο σχηματισμός ανάλογης διόγκωσης.

ΑΙΜΟΛΗΨΙΑ. Λήψη δείγματος αίματος.

ΑΙΜΟΛΥΣΗ. Ο αποχωρισμός της αιμοσφαιρίνης από τα ερυθρά αιμοσφαίρια. 

ΑΙΜΟΛΥΣΙΝΕΣ. Τοξίνες που προκαλούν αιμόλυση.

ΑΙΜΟΠΛΑΣΙΑ (ΑΙΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ,ΑΙΜΟΠΟΙΗΣΗ). Σχηματισμός αίματος.

ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ.Ροή αίματος έξω από τα αγγεία της κυκλοφορίας.

ΑΙΜΟΣΤΑΣΗ. βλ. Αιματόσταση

ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΗ. Πρωτεϊνική ένωση του αίματος, μεταφέρει σίδηρο και οξυγόνο και βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια και διαλυμένη στο αίμα. Προσδίδει το ερυθρό χρώμα του αίματος.

ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΑΙΜΙΑ. Ύπαρξη της αιμοσφαιρίνης στον ορό του αίματος.

ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΟΥΡΙΑ. Ύπαρξη αιμοσφαιρίνης στα ούρα.

ΑΙΜΟΤΟΞΙΝΗ. Τοξίνη που διαλύει τα ερυθρά κύτταρα

ΑΙΜΟΦΙΛΙΑ. Παθολογική κατάσταση που επιφέρει μεγάλη αιμορραγία, λόγω διαταραχής της πήξης του αίματος..

ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΟ. Ειδικό κύτταρο και κύριο συστατικό του αίματος.

ΑΚΑΡΕΑ. Κατηγορία αρθρόποδων παρασίτων που έχουν έως 8 πόδια, μεταξύ των οποίων είναι τα γνωστά σε όλους τσιμπούρια. Yπάρχουν και τα ακάρεα της σκόνης του σπιτιού, τα οποία έχουν την ευθύνη για τις πιο συχνές περιπτώσεις ατοπικής αλλεργίας, (ατοπίας). 

ΑΚΙΝΗΣΙΑ. Απώλεια ή βλάβη των εκούσιων κινήσεων.

ΑΚΟΟΜΕΤΡΙΑ. Μέθοδος μέτρησης της ακοής.

ΑΚΜΗ. Η παρουσία μικρών εξανθημάτων (τα γνωστά μας σπυράκια) σε διάφορα σημεία πάνω στο δέρμα. 

ΑΚΡΑΝΙΑ. Ακρανία είναι η παθολογική κατάσταση όπου έχουμε απουσία κρανίου σε νεογέννητα κουτάβια.

ΑΚΡΑΤΕΙΑ ΟΥΡΩΝ. Αδυναμία συγκρατήσης των ούρων. Εμφανίζεται σε υπερήλικα ζώα και κυρίως σε στειρωμένα θηλυκά.

ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΖΩ. Κόψιμο ενός μέλους ή τμήματος ενός μέλους από το υπόλοιπο σώμα. 

ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΩ. Θεραπευτική αγωγή με διάφορα είδη φωτός και με ραδιενέργεια. Επίσης με μορφή κυμάτων ή σωματιδίων.

ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΗΣΗ. Η  χρήση των ακτινολογικών συστημάτων για την αποτύπωση της εσωτερικής εικόνας του σώματος, φωτογράφηση με ακτίνες Χ.

ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ. Ακτινολογική διαγνωστική μέθοδος.

ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΩ. Κάνω χρήση της ακτινογράφησης.

ΑΚΤΙΝΟΔΕΡΜΙΤΙΔΑ. Δερματική πάθηση που προκαλείται από χρήση των ακτίνων Χ .

ΑΚΤΙΝΟΜΥΚΗΤΙΑΣΗ. Χρόνια λοιμώδης πάθηση που οφείλεται σε αναερόβιο μικροοργανισμό actinomyces israeli. Συναντάται σαν σαπρόφυτο στα ούλα, στα δόντια και στις αμυγδαλές.

ΑΚΤΙΝΟΘΕΡΑΠΕΙΑ. Η θεραπεία με ράδιο ή με άλλα ραδιενεργά υλικά.

ΑΛΛΕΡΓΙΑ. Η φλεγμονώδης εκδήλωση που προκαλείται από την επαφή με μία αλλεργιογόνο ουσία, και η οποία ουσία ονομάζεται αλλεργιογόνο.

ΑΛΛΕΡΓΙΚΗ ΔΕΡΜΑΤΙΤΙΔΑ. Συχνή αλλεργική δερματική κατάσταση στα σκυλιά που οφείλεται στους ψύλλους.

ΑΛΛΕΡΓΙΟΓΟΝΟ. Η υπεύθυνη ουσία για την πρόκληση αλλεργίας.

ΑΛΤΣΧΑΪΜΕΡ. Είναι ασθένεια μη θεραπεύσιμη, θανατηφόρα και η πιο κοινή μορφή άνοιας και στα ζώα.

ΑΛΩΠΕΚΙΑ. Η τέλεια ή η μερική έλλειψη ή ακόμα και η αραίωση των τριχών της κεφαλής ή του σώματος. Η κατάσταση συμβαίνει λόγω πτώσεως και σπάνια λόγω αγενεσίας.

ΑΜΒΛΩΣΗ. Ο ελιγμός για την περάτωση πρόωρα μιας εγκυμοσύνης. Σε κατοικίδια σαρκοφάγα η άμβλωση είναι δυνατόν να γίνει από την πρώτη έως και την τεσσαρακοστή πέμπτη ημέρα της κυοφορίας.

ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΕΙΔΗΣ. Ο εξωτερικός χιτώνας του οφθαλμού.

ΑΝΑΙΜΙΑ. Παθολογική κατάσταση όπου στο αίμα δεν υπάρχει αρκετή αιμοσφαιρίνη και η τιμή του αιματοκρίτη είναι χαμηλή.

ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ. Κατάσταση του νευρικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από απώλεια των αισθήσεων και της κινητικότητας.   

ΑΝΑΠΛΑΣΜΩΣΗ. Μεταδοτική ασθένεια των ζώων που προκαλείται απο το βακτήριο anaplasma plagocytophilum. 

ΑΝΑΠΝΟΗ. Εισπνοή και εκπνοή αέρος. Είναι η διαδικασία όπου ό αέρας διέρχεται μέσα και έξω από τους πνεύμονες, με σκοπό να επιστρέψει στο αίμα απορροφώντας οξυγόνο και αποδίδοντας διπξείδιο του άνθρακα και νερό. 

ΑΝΙΑΤΟΣ. Ο μη θεραπεύσιμος

ΑΝΘΕΛΜΙΝΘΙΚΑ. Φαρμακευτικά προϊόντα για την καταπολέμηση των παρασίτων.

ΑΝΘΡΑΚΑΣ. Ζωονόσος που προκαλείται από το σπορογόνο Gram θετικό βακτήριο Bacillus anthracis. Εμφανίζεται με έξωτερική μορφή (κακοήθης φλύκταινα) και εσωτερική μορφή (αιμορραγική).

ΑΝΟΙΣΤΡΟΣ. Το διάστημα της σεξουαλικής αδράνειας μεταξύ δύο περιόδων οίστρου σε θηλυκά ζώα.  

ΑΝΟΣΙΑ. Η δυνατότητα του οργανισμού να αμύνεται σε κάθε παθολογικό παράγοντα.

ΑΝΤΙΒΙΟΤΙΚΑ. Κατηγορία προϊόντων με δραστηριότητα αντιβακτηριακή ή αντιμυκητιακή (μύκητες). 

ΑΝΤΙΒΙΟΓΡΑΜΜΑ. Είναι η εργαστηριακή τεχνική που μας επιτρέπει να εντοπίζουμε την ευαισθησία των μικροβίων στα αντιβιοτικά. 

ΑΝΤΙΠΑΡΑΣΙΤΙΚΟ. Φαρμακευτικό προϊόν για την καταπολέμηση των παρασίτων.

ΑΝΤΙΠΑΡΑΣΙΤΙΚΟ ΠΕΡΙΛΑΙΜΙΟ. Ειδικό περιλαίμιο για την καταπολέμηση των έξω- παρασίτων. 

ΑΝΤΙΣΗΨΙΑ. Η πρόληψη και η καταπολέμηση της λοίμωξης.

ΑΝΤΙΣΗΠΤΙΚΟ. Είναι η ουσία η μη τοξική με μικροβιοκτόνο δράση.

ΑΝΤΙΣΩΜΑ – ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ. Ουσίες των ζωικών οργανισμών που αποτελούν έναν από τους κυριότερους μηχανισμούς προστασίας τους, από την εισβολή ξένων οργανισμών, κυρίως μικροβίων ιών, καθώς και τοξικών προϊόντων. Οι ουσίες αυτές συντελούν στην ανοσία του οργανισμού.

ΑΝΤΙΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΣ. Φαρμακευτικές ουσίες με δράση κατά της υπάρχουσας φλεγμονής. Διακρίνονται σε AIS (αντιφλεγμονώδη φάρμακα: στεροειδή) και ΜΣΑΦ (στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα και προϊόντα τύπου ασπιρίνης).

ΑΝΤΙΒΗΧΙΚΑ. Κατηγορία προϊόντων με δραστηριότητα κατά του βήχα Το αντιβηχικό δεν θεραπεύει την αιτία του βήχα, απλά καταστέλλει το σύμπτωμα με λιγότερο αποτελεσματική δράση στα σαρκοφάγα, από ότι στον άνθρωπο.  

ΑΠΟΠΑΡΑΣΙΤΙΣΜΟΣ. Καθαρισμός του ζώου από τα παράσιτα, τόσο των εξω- παρασίτων (τσιμπούρια, κρότωνες), όσο και των έσω- παρασίτων (ασκαρίδες).

ΑΠΟΣΤΗΜΑ. Περιγεγραμμένη συλλογή πύου σε φλεγμαίνουσα περιοχή

ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ. Κοινό σύμπτωμα πολλών ασθενειών. Χαρακτηρίζεται από πόνο στην κίνηση ή στην ψηλάφηση των αρθρώσεων.

ΑΡΡΥΘΜΙΑ. Όρος που χρησιμοποιείται στην καρδιολογία. Καθορίζει τον ρυθμό της φυσιολογικής λειτουργίας της καρδιάς.  

ΑΣΘΕΝΕΙΑ. Η διαταραχή της ομαλής λειτουργίας ενός ζώντος οργανισμού (αρρώστια).

ΑΣΘΕΝΗΣ. Ο άρρωστος οργανισμός. 

ΑΣΘΜΑ. Το άσθμαείναι χρόνια πάθηση του αναπνευστικού συστήματος η οποία προκαλεί παροδική στένωση των βρόγχων με αποτέλεσμα να εμφανίζεται δύσπνοιΑ.

ΑΣΚΑΡΙΔΙΩΣΗ. Εντερική παρασίτωση λόγω της παρουσίας πληθώρας παρασίτων. Αυτά τα παράσιτα μπορεί να φτάσουν τα 10 εκατοστά σε σκύλους, και τα 8 εκατοστά στις γάτες. Εκτιμάται ότι το 80% των σκυλιών και των γατιών είναι γεμάτα παράσιτα κατά τη γέννηση τους (ενδομήτρια μετάδοση από τη μητέρα).

ΑΣΚΑΡΙΔΕΣ. Εντερικό παράσιτο υπεύθυνο για την ασκαριδίαση.

ΑΣΚΙΤΗΣ. Η συσσώρευση υγρού στην περιτοναϊκή κοιλότητα (κοιλιά). Παθολογική κατάσταση που μπορεί να οφείλεται σε πολλές αιτίες όπως, η καρδιακή ανεπάρκεια, η περιτονίτιδα, όγκοι, η νεφρική ανεπάρκεια, κ.α.

ΑΣΘΜΑ. Νόσος που προκαλείται από σπασμό των λείων μυών που περιβάλλουν το βρογχικό σωλήνα. Προκαλεί δυσκολία στην αναπνοή.

ΑΤΡΟΦΙΑ ΜΥΙΚΗ. Η απώλεια του μεγέθους των μυών.

ΑΤΡΟΦΙΑ. Η μείωση του μεγέθους ενός οργάνου.