ΛΕΞΙΚΟ Ω,ω
ΩΑΓΩΓΟΣ. Ο μεταξύ των ωοθηκών και μήτρας πόρος μέσω του οποίου κατέρχεται το ωάριο.
ΩΑΡΙΟ. Θηλυκό γεννητικό κύτταρο.
ΩΔΙΝΕΣ. Οι πόνοι του τοκετού.
ΩΔΙΝΩ. Έχω ωδίνες.
ΩΤΑΙΜΑΤΩΜΑ. Αιμάτωμα στο πτερύγιο του αυτιού.
ΩΙΔΙΟ. Η λοίμωξη λόγω του μύκητα ωίδιο το λευκάζον.
ΩΚΥΤΙΚΟΣ. Η εύκολη, η γρήγορη γέννα.
ΩΛΕΝΗ. Οστό οτυ προσθίου – άνω άκρου.
ΩΜΟΓΛΗΝΗ. Η εσοχή της ωομπλάτης που προσαρμόζεται η καφαλή του βραχιόνιου οστού.
ΩΜΟΠΛΑΤΗ. Επίπεδο οστό που βρίσκεται στο πάνω και πίσω τμήμα του θώρακα.
ΩΜΟΣ. Η άρθρωση της ωμοπλάτης και του βραχιόνιου οστού.
ΩΟΓΕΝΗΣ. Αυτός που γεννήθηκε από αβγό.
ΩΟΓΟΝΙΟ. Το αρχικό κύτταρο από το οποίο προέρχεται το ωάριο.
ΩΟΕΙΔΗΣ. Αυτός που σχήμα αβγού.
ΩΟΘΑΛΑΜΟΣ. Το εμβρυοθυλάκιο.
ΩΟΘΗΚΕΚΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης των ωοθηκών, καθώς επίσης και ενός ωοθηκικού όγκου.
ΩΟΘΗΚΕΣ. Οι αδένες στους οποίους παράγονται τα ωάρια.
ΩΟΘΗΚΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή των ωοθηκών.
ΩΟΘΥΛΑΚΙΟ. Το μικρό σώμα της ωοθήκης που περιέχει το ωάριο.
ΩΟΚΥΤΤΑΡΟ. Ένα ανώριμο ωάριο.
ΩΟΛΟΓΙΑ. Τμήμα της ορνιθολογίας που ασχολείται με τα αβγά των πτηνών, η εμβρυολογία.
ΩΟΠΛΑΣΤΙΑ. Ένωση σπερματοζωαρίου και ωαρίου΄προς διάπλαση του ωού στον ωαγωγό.
ΩΟΡΡΗΞΙΑ. Η είσοδος του ώριμου ωαρίου στη σάλπιγγα.
ΩΟΣΚΟΠΙΑ. Έξέταση με το ωοσκόπιο της νωπότητας των αβγών.
ΩΟΣΚΟΠΙΟ. Ειδικό όργανο εξέτασης της νωπότητας των αβγών.
ΩΟΣΩΜΑ. Το κυτταρικό σώμα του ωαρίου.
ΩΟΤΟΚΟΣ. Αυτός που γεννά αβγά.
ΩΟΤΟΚΩ. Γεννώ αβγά.
ΩΤΑΛΓΙΑ. Πόνος στα ώτα.
ΩΤΕΓΧΥΤΗΣ. Εργαλείο για την πλύση των ώτων.
ΩΤΙΚΟ. Οτιδήποτε σχετίζεται με τα ώτα.
ΩΤΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή των ώτων.
ΩΤΟΓΡΑΦΙΑ. Η περιγραφή των ώτων.
ΩΤΟΔΥΝΙΑ. βλ. ωταλγία.
ΩΤΟΕΙΔΗΣ. Αυτός που μοιάζει με ους.
ΩΤΟΚΟΠΤΗΣ. Ειδικό μηχάνημα για το κόψιμο των ώτων των ζώων.
ΩΤΟΚΟΠΩΣΗ. Κοπωση, μείωση της ακουστικής ικανότητας.
ΩΤΟΛΟΓΙΑ. Ο κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις και τις θεραπείες των οργάνων της ακοής.
ΩΤΟΠΑΘΕΙΑ. Πάθηση των ώτων.
ΩΤΟΡΡΑΓΙΑ. Η αιμορραγία των ώτων.
ΩΤΟΡΙΝΙΚΟΣ. Ο σχετικός με τη μύτη κα το ους.
ΩΤΟΡΙΝΟΛΑΡΥΓΓΟΛΟΓΙΑ. Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις και τη θεραπέια των ώτων, της μύτης και του λάρυγγα.
ΩΤΟΡΡΟΙΑ. Η έκκριση υγρού από τα ώτα.
ΩΤΟΣΚΛΗΡΥΝΣΗ. Παθολογική κατάσταση των ώτων που οδηγεί σε κώφωση.
ΩΤΟΣΚΟΠΙΟ. Ειδικό όργανο για την διαγνωστική εξέταση των ώτων.
ΩΧΡΙΝΟΤΡΟΠΟΣ ΟΡΜΟΝΗ. Ορμόνη της υπόφυσης, που σχετίζεται με την ωορρξία, το ωχρό σωμάτιο, τη προγεστερόνη και την τεστοστερόνη.
ΩΧΡΟΣ. Ο υποκίτρινος.
ΩΧΡΟ ΣΩΜΑΤΙΟ. Είναι η δομή εκείνη, που αναπτύσσεται μέσα σε ένα άδειο ωοθυλάκιο μετά την ωορρηξία.
ΩΧΡΟΤΗΤΑ. Η όψη του οργανισμού λόγω ελαττωμένης ροής αίματος.
ΩΧΡΟΦΑΙΟΣ. Ο σταχτοκίτρινος.