ΛΕΞΙΚΟ Ψ,ψ

ΨΑΜΜΙΑΣΗ. Το ίζημα που διέρχεται μέσα από τα ούρα.

ΨΑΜΜΟΣ. Η παρουσία αλάτων σαν άμμος στα ούρα.

ΨΑΜΜΟΦΙΛΟΣ. Αναφέρεται σε ζώα και φυτά που ζουν σε άμμο.

ΨΑΡΟΝΙ. Ωτικό πτηνό.

ΨΕΙΡΑ. βλ. φθείρα.

ΨΕΙΡΙΑΖΩ. Φθειριώ.

ΨΕΙΡΙΧΩ. Καθαρίζω από τις ψείρες.

ΨΕΚΑΖΩ. Έκσφενδονίζω υγρό με την βοήθεια ψεκαστήρα.

ΨΕΚΑΣΤΗΡΑΣ. Ειδικό όργανο που εκσφενδονίζει υγρό σε μορφή σταγονιδίων.

ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΙΑ. Παπολογική κατάσταση διαταραχής των αισθήσεων.

ΨΕΥΔΑΛΩΠΕΚΙΑ. Αποψίλωση τριχωτών περιοχών λόγω τριβής.

ΨΕΥΔΑΝΘΡΑΚΑΣ. Φλεγμονώδης λοίμωξη του δέρματος λόγω σταφυλόκοκκου.

ΨΕΥΔΑΡΓΥΡΟΣ. Μέταλλο τα άλατα του οποίου έχουν χρήση στην ιατρική.

ΨΕΥΔΑΡΓΥΡΟΥΧΟΣ. Αυτός που περιέχει ψευδάργυρο.

ΨΕΥΔΕΥΛΟΓΙΑ. Η ανεμοβλογιά.

ΨΕΥΔΟΓΕΥΣΙΑ. Η ψευδαισθησία στη γεύση.

ΨΕΥΔΟΣΜΙΑ. Η ψευδαισθησία στην οσμή.

ΨΕΥΔΟΚΥΗΣΗ. Η ψευδής κύηση, κατάσταση με συμπτώματα εγκυμοσύνης.

ΨΕΥΔΟΜΕΜΒΡΑΝΗ.

ΨΕΥΔΟΞΑΝΘΩΜΑ ΕΛΑΣΤΙΚΟ. Κληρονομική διαταραχή του ελαστικού ιστού 

ΨΕΥΔΟΣΤΕΥΣΗ. Παθολογική κατάσταση σκλήρυνση του ιστού, ώστε να δίνει την αίσθηση οστού.

ΨΗΛΑΦΗΣΗ. Μέθοδος εξέτασης με τη βοήθεια των χεριών.

ΨΗΛΑΦΩ. Ψάχνω με τα δάκτυλα.

ΨΙΤΤΑΚΙΑΣΗ. βλ. ψιττάκωση.

ΨΙΤΤΑΚΩΣΗ. Λοιμώδης πάθηση των παπαγάλων.

ΨΟΪΤΗΣ. Ένας από τους καμπτήρες μύες του ισχίου.

ΨΥΛΛΟΣ. Παρασιτικό έντομο.

ΨΥΞΗ. Μεγάλη πτώση της θερμοκρασίας.

ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ. Η κατανόηση της ψυχικής ζωής.

ΨΥΧΑΣΘΕΝΕΙΑ. Ψυχική νόσος που επιφέρει την εξάντληση της ψυχικής ενέργειας.

ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ. Ο κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις διανοητικές διαταραχές.

ΨΥΧΟΖΩΪΚΟΣ. Ο σχετικός με τη ζωή και την ψυχή.

ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ. Κάθε μορφή θεραπείας διανοητικών παθήσεων.

ΨΥΧΟΛΑΤΡΕΙΑ. Η άποψη ότι όλα τα όντα έχουν ψυχή.

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Η επιστήμη που ασχολείται με το νου.

ΨΥΧΟΝΕΥΡΩΣΗ. Παθολογική κατάσταση λειτουργικών διαταραχών του νευρικού συστήματος.

ΨΥΧΟΠΑΘΗΣ. Ο ψυχικά ασθενής.

ΨΥΧΟΣ. Πολύ χαμηλη θερμοκρασία.

ΨΥΧΟΤΡΟΠΟ. Φάρμακο που επηρεάχει το νου.

ΨΥΧΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ.

ΨΥΧΡΟΑΙΜΟΣ. Αναφέρεται σε ζώα που έχου ψυχρό αίμα.

ΨΥΧΡΟΦΙΛΟΣ. Αναφέρεται σε ζώα και φυτά που ζουν σε ψυχρά κλίματα.

ΨΥΧΡΟΦΟΒΙΑ. Παθολογική φοβία του ψυχρού νερού.

ΨΥΧΩΣΗ. Σοβαρή ψυχική διαταραχή με κατάληξη την τρέλα. 

ΨΩΡΑ. Δερματοπάθεια που οφείλεται στον σαρκοκόπτη της ψώρας.

ΨΩΡΑΛΕΝΙΑ. Οικογένεια χημικών συμπλόκων.

ΨΩΡΙΑΣΗ. Δερματοπάθεια ανθρώπων και ζώων η οποία δεν είναι μεταδοτική.

ΨΩΡΙΩ. Πάσχω από ψώρα.

ΨΩΡΟΣΠΕΡΜΙΑΣΗ. Νόσος των κουνελιών.

ΨΩΡΟΦΘΑΛΜΙΑ. Η ελκώδης βλεφαρίτιδα.