ΛΕΞΙΚΟ Τ,τ
ΤΑΓΗ. Αναφέρεται επί ζώων για τη παραχωμένη τροφή.
ΤΑΙΝΙΑΣΗ. Πάθηση που οφείλεται σε ταινία ή σε πλατέλμυνθα.
ΤΑΙΝΙΟΕΙΔΗΣ. Αυτός που έχεο μορφή ταινίας.
ΤΑΛΚ. Μαλακό μέταλλο από πυριτικό μαγνήσιο.
ΤΑΜΟΞΙΦΑΙΝΗ. Ορμονικό φάρμακο κατά του καρκίνου του μαστού.
ΤΑΝΙΝΗ.
ΤΑΡΣΑΛΓΙΑ. Πόνος στους ταρσούς.
ΤΑΡΣΙΑΙΟΣ. Οτιδήποτε σχετίζεται με την περιοχή του ταρσού.
ΤΑΡΣΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του ταρσού.
ΤΑΡΣΟΣ. Το τμήμα του άκρου πριν την μεταταρσιαία περιοχή.
ΤΑΡΣΟΤΟΜΙΑ. Η τομή του ταρσού των βλεφάρων.
ΤΑΧΕΙΑ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΣΗ. Η αναπτυσσόμενη γρήγορη ανοχή σε κάποιο φάρμακο.
ΤΑΧΥΚΑΡΔΙΑ. Ο γρήγορος σφυγμός.
ΤΑΧΥΠΝΟΙΑ. Η ασυνήθιστα γρήγορη αναπνοή.
ΤΑΧΥΦΑΓΙΑ. Γρήγορη κατανάλωση της τροφής.
ΤΑΩΣ. Το παγώνι.
ΤΕΙΝΕΣΜΟΣ. Η επιθυμία για αφόδευση όπου υπάρχει επώδυνη αφόδευση με ελάχιστα κόπρανα.
ΤΕΛΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ. Η δομή στο τέλος ενός περιφερικού νεύρου.
ΤΕΜΑΖΕΠΑΜΗ. Υπνωτικό, παράγωγο της διαζεπάνης.
ΤΕΝΟΝΤΑΣ. Η χορδή πρόσφυσης του μυός πάνω σε οστό.
ΤΕΝΟΝΤΟΕΛΥΤΡΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του τένοντα.
ΤΕΝΟΝΤΟΘΥΛΑΚΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του τένοντα.
ΤΕΝΟΝΤΟΜΙΑ. Η χειρουργική επέμβαση σε τένοντα.
ΤΕΡΑΤΟΓΕΝΕΣΗ. Η γέννηση εμβρύου με σωματικές ανωμαλίες, διαταραχές.
ΤΕΡΑΤΟΕΙΔΗΣ. Αυτός που έχει μορφή τέρατος.
ΤΕΡΑΤΩΜΑ. Όγκος από εμβρυϊκούς ιστούς.
ΤΕΡΒΟΥΤΑΛΙΝΗ. Φάρμακο για τη θεραπεία του άσθματος.
ΤΕΡΗΔΩΝΑ.
ΤΕΡΜΙΤΗΣ. Το λευκό μυρμήγκι.
ΤΕΣΤ. Εξέταση για την πνευματική και σωματική ικανότητα.
ΤΕΣΤΟΣΤΕΡΟΝΗ. Σεξουαλική ορμόνη των αρσενικών.
ΤΕΤΑΝΙΑ. Παθολογική κατάσταση μυϊκών σπασμών από έλλειψη ασβεστίου.
ΤΕΤΑΝΟΣ. Παθολογική κατάσταση με έντονη διαταραχή του νευρικού συστήματος.
ΤΕΤΑΝΟΕΙΔΗΣ. Αυτός που μοιάζει με τέτανο.
ΤΕΤΡΑΔΥΜΟ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ. Μία από τις δομές του εγκεφάλου.
ΤΕΤΡΑΚΕΦΑΛΟΣ. Ο πιο μεγάλος μυς του σώματος.
ΤΕΤΡΑΚΥΚΛΙΝΕΣ. Ομάδα αντιβιοτικών.
ΤΕΤΡΑΠΛΗΓΙΑ. Παράλυση και των τεσσάρων μελών.
ΤΕΧΝΗΤΗ ΑΝΑΠΝΟΗ.
ΤΕΧΝΗΤΗ ΣΠΕΡΜΑΤΕΓΧΥΣΗ. Μέθοδος εισαγωγής σπέρματος ετο οπίσθιο τμήμα του κόλπου για την επίτευξη γονιμοποίησης.
ΤΙΚ. Παράξενος μυϊκός σπασμός μικρής έντασης.
ΤΙΚΤΩ. Γεννώ.
ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗ. Η συγκριση ενός διαλύματος προς μέτρηση με ένα άλλο γνωστής ισχύος.
ΤΙΤΛΟΣ. Η ισχύς διαλύματος.
Τ.Κ.Ε. H ταχύτητα καθίζησης των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
ΤΟΚΕΤΟΣ. Η διαδικασία εξόδου του εμβρύου από τη μήτρα της μητέρας.
ΤΟΛΜΕΤΙΝΗ. Φάρμακο με αντιφλεγμονώδη δράση.
ΤΟΜΕΙΣ. Οι πρόσθιοι οδόντες σε άνω και κάτω σιαγόνα.
ΤΟΜΗ. Η χειρουργική διάνοιξη σε ιστούς του σώματος
ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ. Διαγνωστική μέθοδος με τη χρ’ηση ακτίνων -Χ ή υπερήχων.
ΤΟΜΠΡΑΜΥΚΙΝΗ. Αντιβιοτικο με φάσμα δράσης όμοιο με αυτό της γενταμυκίνης.
ΤΟΝΩΤΙΚΑ. Ουσίες για την ισχυροποίηση και την υποστήριξη του ασθενούς.
ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ. Επιστήμη που ασχολείται με τα δηλητήρια.
ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΟΣ. Ο ειδικός γιατρός της τοξικολογίας.
ΤΟΞΙΚΟΣ. Ο δηλητηριώδης.
ΤΟΞΙΚΟΦΟΒΙΑ. Ο φόβος των δηλητηρίων.
ΤΟΞΙΝΑΙΜΙΑ. Δηλητηρίαση του αίματος λόγω τοξινών.
ΤΟΞΙΝΕΣ. Δηλητήρια που παράγουν τα μικρόβια.
ΤΟΞΙΝΟΘΕΡΑΠΕΙΑ. Θεραπευτική αγωγή με τη βοήθεια τοξινών.
ΤΟΞΙΝΩΣΗ. Η δηλητηρίαση του οργανισμού από τοξίνες.
ΤΟΞΟΕΙΔΗΣ ΟΦΘΑΛΜΟΣ. Η βλάβη της επιφάνειας του κερατοειδούς.
ΤΟΞΟΚΑΡΙΑΣΗ. Παρασίτωση του εντέρου από toxocara cati στη γάτα και από toxocara canis στο σκύλο.
ΤΟΞΟΠΛΑΣΜΩΣΗ. Νόσος που οφείλεται στο παράσιτο του γένους Toxoplasma.
ΤΟΠΙΚΟΣ. Όρος που αναφέρεται σε οτιδήποτε έχει τοπική δράση.
ΤΟΥΛΑΡΑΙΜΙΑ. Νόσος των τρωκτικών που οφείλεται στο βάκιλο Francisella talarense.
ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΕΦΙΠΠΕΙΟ. Κοιλότητα του σφηνοειδούς οστού.
ΤΟΦΟΣ. Συγκέντρωση στις αρθρώσεις και στις θήκες των τενόντων υλικού που οφείλεται σε ουρική αρθρίτιδα.
ΤΡΑΥΜΑ. Καταστάσεις με διακοπή της συνεχείας του δέρματος προκαλούμενες από κακώσεις ή διαφόρου τύπου πληγές.
ΤΡΑΧΕΙΑ. Τμήμα του οργανισμού από το λάρυγγα μέχρι το άνω μέρος του θώρακα όπου και διαρείται σε δύο βρόγχους, τον δεξιό και τον αριστερό βρόγχο.
ΤΡΑΧΕΙΪΤΙΔΑ. Η φλεγμονή της τραχείας.
ΤΡΑΧΕΙΟΣΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση για τη διάνοιξη της τραχείας.
ΤΡΑΧΕΙΟΡΡΑΓΙΑ. Η αιμορραγία της τραχείας.
ΤΡΑΧΕΙΟΣΤΕΝΩΣΗ. Η στένωση του αυλού της τραχείας.
ΤΡΑΧΕΙΟΤΟΜΗ. Διάνοιξη της τραχείας.
ΤΡΑΧΗΛΙΣΜΟΣ. Ο σπασμός των μυών του τραχήλου.
ΤΡΑΧΗΛΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του τραχήλου της μήτρας.
ΤΡΑΧΗΛΟΣ. Το τμήμα του σώματος μεταξύ της κεφαλής και της αρχής του θώρακα.
ΤΡΑΧΗΛΟΣ ΜΗΤΡΑΣ. Το κατώτερο τμήμα της μήτρας.
ΤΡΑΧΗΛΟΤΟΜΗ. Τομή του τραχήλου της μήτρας.
ΤΡΑΧΩΜΑ. Είδος επιπεφυκίτιδας σοβαρής μορφής.
ΤΡΕΠΩΝΗΜΑ. Ομάδα μικροβίων σπειροχαίτης.
ΤΡΗΜΑ. Φυσικό στόμιο.
ΤΡΗΜΑΤΩΔΗΣ ΣΚΩΛΗΚΑΣ. Μια ποικιλία παρασιτικών σκωλήκων.
ΤΡΙΑΜΣΙΝΟΛΟΝΗ. Κορτικοστεροειδές.
ΤΡΙΒΗ. Η άμεση επαφή δύο επιφανειών με την παραγωγή χατακτηριστικού ήχου.
ΤΡΙΓΛΗ. Το μπαρμπούνι.
ΤΡΙΓΛΥΚΕΡΙΔΙΑ. Χημικά στοιχεία από τα οποία σχηματίζονται τα λιπίδια.
ΤΡΙΓΛΩΧΙΝΑ ΒΑΛΒΙΔΑ. Καρδιακή βαλβίδα μεταξύ δεξιού κόλπου και δεξιάς κοιλίας.
ΤΡΙΓΜΟΣ. Το κύριο συμπτωμα του τετάνου, και χαρακτηριστικό σύμπτωμα σε κατάγμα.
ΤΡΙΓΩΝΟ ΟΣΤΟ. Μικρό οστό στην ποδοκνημική άρθρωση.
ΤΡΙΔΥΜΟ ΝΕΥΡΟ. Είναι το 5ο κρανιακό νεύρο.
ΤΡΙ-ΙΩΔΟΘΥΡΟΝΙΝΗ. Η ενεργή ουσία της θυροξίνης.
ΤΡΙΚΕΦΑΛΟΣ. Ο μυς στην πίσω επιφάνεια του βταχίονα.
ΤΡΙΜΕΘΟΠΡΙΝΗ. Αντιμικροβιακός παράγων.
ΤΡΙΜΠΡΑΜΙΝΗ. Φάρμακο αντικαταθλιπτικό .
ΤΡΙΝΙΤΡΙΚΗ ΓΛΥΚΕΡΙΝΗ. Φάρμακο κατά της στηθάγχης.
ΤΡΙΧΑ. Κεράτινο νημάτιο που εκφύεται από το δέρμα.
ΤΡΙΧΙΑΣΗ. Παθολογική κατάσταση των βλεφαρίδων με στροφή προς τα έσω.
ΤΡΙΧΙΝΙΑΣΗ. Παθολογική κατάσταση από παρασιτικό νηματοσκώληκα Trichinelle spiralis.
ΤΡΙΧΟΕΙΔΗ. Μικροσκοπικά αγγεία μεταξύ αρτηριδίων και φλεβών.
ΤΡΙΧΟΜΟΝΑΔΙΑΣΗ. Λοίμωξη από την τριχομονάδα του κόλπου.
ΤΡΙΧΟΠΤΩΣΗ. Πτώση, απώλεια των τριχών.
ΤΡΙΧΟΡΡΗΞΙΑ. Παθολογική κατάσταση των τριχών. όπου σπάνε εύκολα.
ΤΡΙΧΟΤΥΛΟΜΑΝΙΑ. Παθολογική κατάσταση όπου το άτομο τραβάει τα μαλλιά του. Στα ζώα συμβαίνει το ίδιο με τα δόντια τους.
ΤΡΙΧΟΥΡΙΑΣΗ. Λοίμωξη που οφείλεται στο σκώληκα Trichuris trichiura.
ΤΡΙΧΟΦΑΓΟΣ. Η κατά τόπους απώλεια του τριχωτού του δέρματος.
ΤΡΙΧΟΦΥΗΣ. Αυτός που προκαλεί τριχοφυία.
ΤΡΙΧΟΦΥΤΙΑ. Δερματοπάθεια φλεγμονώδους μορφής που οφείλαται σε μύκητα.
ΤΡΙΧΩΜΑ. Το σύνολο των τριχών που καλύπτει τμήμα ή όλο το σώμα.
ΤΡΙΧΩΣΗ. Η μη φυσιολογική τριχοφυία.
ΤΡΟΚΑΡ. Ειδικό όργανο για παρακέντηση
ΤΡΟΜΟΣ. Ακούσιες κινήσεις πολύ λεπτές.
ΤΡΟΠΙΚΟ ΘΗΛΩΜΑ. Αφροδίσια λοίμωξη που οφείλαται στο Treponema pertenue.
ΤΡΟΦΕΑΣ. Αυτός που ανατρέφει.
ΤΡΟΦΗ. Ουσίες με τις οποίες τρέφεται ένας οργανισμός.
ΤΡΟΦΙΚΗ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΗ.Δηλητηρίαση από την κατανάλωση μολυσμένων τροφών.
ΤΡΟΦΙΚΟΣ. Αυτός που συμβάλλει στη θρέψη.
ΤΡΟΦΟΒΛΑΣΤΗ. Το εξω τμήμα του γονιμοποιημένου ωαρίου.
ΤΡΟΦΟΣ. Ο θηλασμός βρέφους από θετή μάνα.
ΤΡΟΧΑΝΤΗΡΑΣ. Η προεξοχή του μηριαίου στο πάνω μέρος, είναι σύο σε αριθμό.
ΤΡΟΧΙΛΙΑΚΟ ΝΕΥΡΟ. Το 4ο κρανιακό νεύρο.
ΤΡΥΓΙΑ. Ο σχηματισμός από φωσφορικό ασβέστιο που εναποτίθεται πάνω στη βάση του δοντιού.
ΤΡΥΠΑΝΟΣΩΜΑ. Ομάδα μοκροσκοπικών παρασίτων.
ΤΡΙΠΑΝΟΣΩΜΙΑΣΗ.
ΤΡΥΠΤΟΦΑΝΗ. Φάρμακο αντικαταθλιπτικό.
ΤΡΥΨΙΝΗ. Ένζυμο πρωτεολυτικό του παγκρεατικού υγρού.
ΤΡΩΚΤΙΚΑ. Τάξη θηλαστικών.
ΤΡΩΣΗ. Τραυματισμός, ρήξη.
ΤΥΛΟΠΟΙΗΣΗ. Επιδερμική πύκνωση.
ΤΥΛΟΦΘΟΡΟΣ. Ουσία που εξουδετερώνει τους κάλους.
ΤΥΛΟΣ. Ο κάλος, ο ρόζος.
ΤΥΛΩΔΗΣ. Ο όμοιος με κάλο, ο γεμάτος κάλους.
ΤΥΜΠΑΝΙΚΗ ΜΕΜΒΡΑΝΗ. Η μεμβράνη διαχωρισμού του μέσου από το έξω αυτί.
ΤΥΜΠΑΝΙΣΜΟΣ. Η ύπαρξη αέρα στο έντερο ή στην περιτοναϊκή κοιλότητα.
ΤΥΡΟΕΙΔΗΣ. Ο όμοιος με την υφή τυριού.
ΤΥΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΙΣΤΩΝ. Η τυροειδοποίηση ιστων που συμβαίνει σε διάφορες παθήσεις και κυρίως στη φυματίωση.
ΤΥΡΟΣΙΝΗ. Αμινοξύ υπεύθυνο για την παραγωγή θυροξίνης, κατεχολαμινών και μελανίνης.
ΤΥΦΑΙΜΙΑ. Η μόλυνση του αίματος με βάκιλλο τύφου.
ΤΥΦΛΗ ΚΗΛΙΔΑ. Το τμήμα του οπτικού πεδίου που αντιστοιχεί στον οπτικό δίσκο.
ΤΥΦΛΟ. Τμήμα εντέρου που αποτελεί την αρχή του παχέος εντέρου.
ΤΥΦΛΟΣ. Ο χωρίς όραση.
ΤΥΦΛΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του τυφλού εντέρου.
ΤΥΦΛΩΣΗ. Αισθητή μείωση της όρασης μέχρι ολικής απώλειας αυτής.
ΤΥΦΟΕΙΔΗΣ ΠΥΡΕΤΟΣ. Λοιμογόνος πάθηση που οφείλεται σε μικροοργανισμό του γένους των ρικετσιών.
ΤΥΦΟΣ. Λοιμώδης νόσος.