ΛΕΞΙΚΟ Ρ,ρ
ΡΑΒΔΟΪΟΙ. Ομάδα ιών στους οποίους περιλαμβάνεται και ο ιος της λύσσας.
ΡΑΓΑΔΕΣ.
ΡΑΓΗ. Η ρωγμή.
ΡΑΓΟΕΙΔΗΣ ΧΙΤΩΝΑΣ. Ο μέσος χιτώνας του οφθαλμού (ίριδα, ακτινωτό σώμα, χοριοειδή χιτώνα).
ΡΑΓΟΕΙΔΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του ραγοειδούς χιτώνα.
ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΑ ΙΣΟΤΟΠΑ.
ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ. Η αυτόματη εκπομπή ενέργειας από ράδιο ή άλλα συγγενή σώματα.
ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΟΣ. Ο ακτινενεργός.
ΡΑΔΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ. Η θεραπεία με ακτινοβολία ραδίου.
ΡΑΔΙΟ.
ΡΑΘΥΜΟΣ. Ο νωθρός.
ΡΑΙΒΟΚΡΑΝΟ. Η βράχυνση του στερνοκλειδομαστοειδούς μυός από τη μία πλευρά.
ΡΑΙΒΟΠΟΔΙΑ. Στρεβλότητα των άκρων προς τα μέσα.
ΡΑΙΒΟΣ. Παθολογική κατάσταση οργάνων που παρουσιάζουν κύρτωση προς τα έξω.
ΡΑΜΜΑ. Ειδική κλωστή για χειρουργική ραφή.
ΡΑΜΦΙΖΩ. Τσιμπώ με τη μύτη, αναφέρεται σε πτηνά.
ΡΑΝΙΤΙΔΙΝΗ. Φάρμακο για τη θεραπεία του δωδεκαδακτυλικού έλκους.
ΡΑΟΥΒΟΛΒΙΑ. Ηρεμιστικό και φάρμακο για τη ρύθμιση της υπέρτασης.
ΡΑΦΗ. Η ένωση δύο οστών του κρανίου, το κλείσιμο τραύματος.
ΡΑΧΕΟΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση στη σπονδυλική στήλη.
ΡΑΧΙΑΙΟ. Το πίσω τμήμα ενός οργάνου ή μέλους του σώματος.
ΡΑΧΙΑΛΓΙΑ. Νευραλγία της ράχης, σύμπτωμα πολλών παθήσεων.
ΡΑΧΙΤΙΔΑ. Μαλάκυνση των οστών λόγω έλλειψης ισορροπημένης διατροφής.
ΡΑΧΟΚΟΚΚΑΛΙΑ. Η σπονδυλική στήλη.
ΡΕΓΧΑΣΜΟΣ. Δόνηση της μαλθακής υπερώας.
ΡΕΝΙΝΗ. Πρωτεϊνική ουσία, που στα ζώα προκαλεί αύξηση της αρτηριακής πίεσης.
ΡΕΣΕΡΠΙΝΗ. βλ. ραουβολβία.
ΡΕΤΙΝΟΪΚΟ ΟΞΥ. Συνθετικό παράγωγο της βιταμίνης Α.
ΡΕΤΙΝΟΛΗ. Το χημικό όνομα της βιταμίνης Α.
ΡΕΤΣΕΤΑ. Η συνταγή του γιατρού.
ΡΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ. Εμπύρετη νόσος οξείας μορφής λόγω στρεπτοκοκκικής λοίμωξης.
ΡΕΥΜΑΤΑΛΓΙΑ. Πόνος από ρευματισμούς.
ΡΕΥΜΑΤΙΣΜΟΙ. Επώδυνες καταστάσεις των άκρων και της σπονδυλικής στήλης. Σαν όρος θεωρείται ξεπερασμένος.
ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ. Χρόνια φλεγμονή αρθρικού βλεννογόνου, τενόντων καθώς και αρθρικών θυλάκων.
ΡΕΥΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις των αρθρώσεων και του συνδετικού ιστού.
ΡΕΨΙΜΟ. Η ερυγή.
ΡΗΞΗ. Λύση της συνεχείας των ιστών ενός αγγείου.
ΡΗΤΙΝΕΣ.
ΡΙΒΟΝΟΥΚΛΕΪΝΙΚΟ ΟΞΥ.
ΡΙΒΟΣΩΜΑΤΑ. Ελεύθερα κοκκία του κυτταροπλάσματος.
ΡΙΒΟΦΛΑΒΙΝΗ. Βιταμίνη Β12.
ΡΙΓΟΣ. Το τρέμουλο του σώματος από κρύο, φόβο ή πυρετό.
ΡΙΓΩ. Έχω ρίγος.
ΡΙΖΑ. Το σημείο όπου ένα όργανο του σώματος προσφύεται στους ιστούς.
ΡΙΖΟΝΕΡΟ. βλ. ρυζόνερο.
ΡΙΖΟΝΕΥΡΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή των ριζών των νωτιαίων νεύρων.
ΡΙΖΟΤΟΜΙΑ. Η χειρουργική επέμβαση τομής μιας νευρικής ρίζας.
ΡΙΚΕΤΣΙΕΣ. Ομάδα μικροοργανισμών μεταξύ μικροβίων και ιών.
ΡΙΚΝΟΣ. Ο ρυτιδωμένος.
ΡΙΝΕΓΚΕΦΑΛΟΣ. Τμήμα του εγκαφάλου.
ΡΙΝΗΛΑΤΗΣ. Αναφέρεται σε σκύλους που ανιχνεύουν με την όσφρηση.
ΡΙΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΡΟΗ. Η ρινική έκκριση.
ΡΙΝΙΚΟΣ. Ο αναφερόμενος στην περιοχή της μύτης.
ΡΙΝΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης.
ΡΙΝΟΛΟΓΙΑ. Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις της μύτης.
ΡΙΝΟΡΡΑΓΙΑ. Η αιμορραγία της μύτης.
ΡΙΝΟΡΡΟΙΑ. Εκροή παθολογικού μυξώδους υγρού από τη μύτη.
ΡΙΝΟΣΑΛΠΙΓΓΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του βλενογόνου της ευσταχιανής σάλπιγγας.
ΡΙΝΟΣΚΟΠΗΣΗ. Διαγνωστική μέθοδος εξέτασης του εσωτερικού της μύτης.
ΡΙΝΟΣΚΟΠΙΟ. Ειδικό όργανο για την ρινοσκόπηση.
ΡΙΝΟΤΟΜΩ. Χειρουργική επέμβαση στη μύτη.
ΡΙΝΟΤΜΗΤΟΣ. Αυτός που έχει κομμένη τη μύτη.
ΡΙΝΟΤΡΙΧΙΑ. Παθολογική κατάσταση υπερτρίχωσης της μύτης.
ΡΙΝΟΦΑΡΥΓΓΑΣ. Η ρινική μοίρα της κοιλότητας του φάρυγγα. Το πάνω τμήμα του φάρυγγα, στη πίσω επιφάνεια της ρινικής κοιλότητας.
ΡΙΝΟΦΥΜΑ. Η διόγκωση της μύτης.
ΡΙΣ- ΡΙΝΟΣ. Η μύτη.
ΡΙΤΟΔΡΙΝΗ. Φάρμακο για την αναστολή του τοκετού.
ΡΟΓΧΟΙ. Ο ήχος που ακούγεται σε φλεγμονή των πνευμόνων με τη βοήθεια στηθοσκοπίου.
ΡΟΓΧΟΣ. Ήχος που οφείλεται στη δήνηση της μαλθακής υπερώας λόγω παράλυσης αυτής.
ΡΟΙΖΟΣ. Ο τρόμος που γίνεται αισθητός με την εφαρμογή του χεριού στην επιφάνεια του σώματος.
ΡΟΤΑΪΟΙ. Ομάδα ιών που ευθύνονται για γαστρεντερίτιδες.
ΡΟΥΘΟΥΝΙ. Το κάτω τμήμα της μύτης από όπου γίνεται η είσοδος του αέρα.
ΡΟΥΘΟΥΝΙΖΩ. Αναπνοή θορυβώδης με τα ρουθούνια.
ΡΥΑΣ. Η δακρυόρροια.
ΡΥΓΧΟΣ. Η μύτη, η μουσούδα, το στόμα των ζώων.
ΡΥΓΧΟΦΟΡΟΣ. Αυτός που έχει ρύγχος.
ΡΥΖΟΝΕΡΟ. Αφέψιμο ρυζιού.
ΡΥΤΙΔΑ. Η πτυχή του δέρματος.
ΡΥΤΙΔΩΔΗΣ. Αυτός που είναι γεμάτος ρυτίδες.
ΡΩΘΩΝ. βλ. ρουθούνι.
ΡΩΜΑΛΕΟΣ. Ο εύρωστος.