ΛΕΞΙΚΟ Π,π
ΠΑΓΚΡΕΑΣ. Επίμηκης εκκριτικός αδένας.
ΠΑΓΚΡΕΑΤΙΝΗ. Το σύνολο των ενζύμων τρυψίνη, χυμοτρυψίνη, λιπάση και αμυλάση.
ΠΑΓΚΡΕΑΤΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του παγκρέαρος.
ΠΑΓΟΠΛΗΞΙΑ. Παθολογική κατάσταση λόγω επίδρασης του ψύχους.
ΠΑΘΗΣΗ. Νόσος, ασθένεια.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ. Η κίνηση που κάνει ένας οργανισμός, βοηθούμενος από κάποιον άλλον.
ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ. Τμήμα της γενικής παθολογίας που ασχολείται με τα παθογόνα αίτια.
ΠΑΘΟΓΝΩΜΟΝΙΚΟ. Συμπτώματα χαρακτηριστικά που η παρουσία τους είναι καθοριστική για την διάγνωση.
ΠΑΘΟΓΟΝΟ. Αναφέρεται σε οτιδήποτε προκαλεί πάθηση.
ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ. Ο κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη και τη θεραπεία των ασθενειών.
ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ. Ο κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παιδικές ασθένειες.
ΠΑΙΔΟΜΟΡΦΙΣΜΟΣ. Παθολογική κατάσταση με την εμφάνιση παιδικών χαρακτηριστικών σε σώμα ενήλικα.
ΠΑΛΑΙΟΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ. Παλαιοντολογία του ανθρώπου.
ΠΑΛΑΙΟΒΙΟΛΟΓΙΑ. Τμήμα της βιολογίας που ασχολείται με τα προϊστορικά ζώα.
ΠΑΛΑΙΟΖΩΙΚΟΣ. Η περιόδος της γης με τα παλαιότερα ίχνη ζωής.
ΠΑΛΑΙΟΖΩΟΛΟΓΙΑ. Η ζωολογία των ζωϊκών οργανισμών που δεν υπάρχουν σήμερα.
ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΗ. Η επιστροφή της μήτρας στην φυσιολογική κατάσταση μετά τον τοκετό. Επίσης ο όρος χρησιμοποιείται σε διάφορες παθήσεις και σε διάφορα όργανα.
ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΙΚΟΣ. Αναφέρεται σε συμπτώματα και παθήσεις που υποτροπιάζουν.
ΠΑΛΜΟΓΡΑΔΟΣ. Ειδικό όργανο καταγραφής των παλμικών κινήσεων.
ΠΑΛΜΟΣ. Δόνηση, σφυγμός.
ΠΑΛΜΩΔΗΣ. Αυτός που έχει παλμική κίνηση.
ΠΑΝΑΚΕΙΑ. Φάρμακο που χρησιμοποιείται για όλες τις παθήσεις.
ΠΑΝΔΗΜΟΣ. Χαρακτηρισμός που αναφέρεται όταν μια επιδημία προσβάλλει μια μεγάλη γεωγραφική έκταση.
ΠΑΝΖΩΟΤΙΑ. βλ. επιζωοτία.
ΠΑΝΙΔΑ. Το σύνολο των ζωϊκών ειδών σε μια γεωγραφική περιοχή.
ΠΑΝΚΑΡΔΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή περικαρδίου,μυοκαρδίου, ενδοκαρδίου.
ΠΑΝΚΥΤΤΑΡΟΠΕΝΙΑ. Η πτώση του αριθμού των ερυθροκυττάρων.
ΠΑΝΝΟΣ. Η ανάπτυξη αγγείων μέσα στο κερατοειδή.
ΠΑΝΥΣΤΕΡΕΚΤΟΜΗ. Η ολική αφαίρεση της μήτρας και των αδένων αυτής.
ΠΑΡΑΓΑΓΓΛΙΩΜΑ. Είδος όγκου.
ΠΑΡΑΓΟΝΙΜΙΑΣΗ. Πάθηση που οφείλεται στον παραγόνιμο ( γένος νηματοσκωλήκων).
ΠΑΡΑΘΕΙΟ. Οργανικό φωσφορικό εντομοκτόνο.
ΠΑΡΑΘΥΡΕΟΕΙΔΗΣ. Μικρός αδένας κοντά στον θυρεοειδή αδένα.
ΠΑΡΑΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ.
ΠΑΡΑΪΑΤΡΙΚΟΣ. Επαγγελματικές ειδικότητες που αποτελούν συμπλήρωμα του ιατρικού επαγγέλματος.
ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΕΙΣ. Οι λανθασμένες αντιλήψεις – εντυπώσεις.
ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΙΑ. Τα ασυνήθιστα αισθήματα που εμφανίζονται σε νευρολογικές παθήσεις.
ΠΑΡΑΚΕΝΤΗΣΗ. Η εισαγωγή βελόνας για την έγχυση φαρμάκου σε μια κοιλότητα του σώματος ή την αφαίρεση του αρθροισμένου υγρού.
ΠΑΡΑΚΕΤΑΜΟΛΗ. Αντιπυρετικό, αναλγιτικό.
ΠΑΡΑΛΥΣΗ. Η απώλεια της μυικής δύναμης και λειτουργίας λόγω βλάβης του νευρικού συστήματος.
ΠΑΡΑΛΥΤΙΚΟΣ. Αυτός που παρουσιάζει κάποιο είδος παράλυσης.
ΠΑΡΑΛΥΤΟΣ. Αυτός που έχει πάθει παράλυση.
ΠΑΡΑΛΥΩ. Πάσχω από παράλυση.
ΠΑΡΑΜΕΣΟΣ. Ένα δάκτυλο, αυτός που βρίσκεται κοντά στη μέση.
ΠΑΡΑΜΗΤΡΙΚΟΣ. Αυτός που βρίσκεται κοντά στη μήτρα.
ΠΑΡΑΜΗΤΡΙΤΙΔΑ. Η σαλπιγγοωοθηκίτιδα.
ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΟΣΤΕΪΤΙΔΑ.
ΠΑΡΑΝΟΙΑ. Μορφή ψυχικής πάθησης.
ΠΑΡΑΠΑΙΟΝ ΒΑΔΙΣΜΑ. Η βάδιση σε πορεία του αριθμού οκτώ.
ΠΑΡΑΠΛΗΓΙΑ. Παράλυση των κάτω άκρων (πίσω), που συνοδεύεται με παράλυση ουροδόχου κύστης και εντέρου.
ΠΑΡΑΠΡΩΚΤΙΟ. Ο ιστός που περιβάλλει το απευθυσμένο.
ΠΑΡΑΣΙΤΙΑ. Ο παρασιτισμός.
ΠΑΡΑΣΙΤΙΚΟΣ. Αυτός που ζει παρασιτικά.
ΠΑΡΑΣΙΤΙΣΜΟΣ. Η επιβίωση παρασίτων πάνω σε ζώα ή φυτά.
ΠΑΡΑΣΙΤΟ. Ο οργανισμός που ζει σε βάρος ενός άλλου οργανισμού.
ΠΑΡΑΣΙΤΟΚΤΟΝΟ. Ουσία που εξουδετερώνει τα παράσιτα.
ΠΑΡΑΣΙΤΟΛΟΓΙΑ. Ο κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τα παράσιτα.
ΠΑΡΑΣΙΤΟΦΟΒΙΑ. Παθολογική κατάσταση φόβου απέναντι στα παράσιτα.
ΠΑΡΑΣΙΤΩ. Ζω παρασιτικά.
ΠΑΡΑΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. Το τμήμα του αυτόνομου νευρικού συστήματος που συνδέεται με εγκέφαλο και νωτιαίο μυελό.
ΠΑΡΑΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΟΣ. Αυτός που ανήκει στο παρασυμπαθητικό σύστημα.
ΠΑΡΑΤΡΙΜΑ. Μορφή δερματοπάθειας.
ΠΑΡΑΤΥΦΛΙΚΟΣ. Κοντά στο τυφλό έντερο.
ΠΑΡΑΤΥΦΟΕΙΔΗΣ ΠΥΡΕΤΟΣ. Προκαλείται από τη σαλμονέλα του τύφου ή από τη σαλμονέλα του παράτυφου Α, Β και C.
ΠΑΡΑΤΥΦΟΣ. Λοιμώδης νόσος ελαφρότερης μορφής του τύφου.
ΠΑΡΑΦΑΣΙΑ. Βλάβη της περιοχής του λόγου του εγκεφάλου.
ΠΑΡΑΦΙΜΩΣΗ. Η ανώμαλη σύσφιξη της ακροποσθίας.
ΠΑΡΑΦΙΝΗ. Σειρά κεκορεσμένων υδρογονανθράκων. Η παραφίνη χρησιμοποιείται στη δυσκοιλιότητα.
ΠΑΡΑΦΟΛΜΑΛΔΕΫΔΗ. Απολυμαντικό χώρου.
ΠΑΡΑΦΡΩΝ. Ο τρελός.
ΠΑΡΑΨΩΡΙΑΣΗ. Είδος δερματικού νοσήματος.
ΠΑΡΒΟΪΟΙ. Ομάδα ιών που έχουν άμεση σχέση με τους εμέτους κατά την χειμερινή περίοδο.
ΠΑΡΕΓΚΕΦΑΛΙΔΑ. Το πίσω μέτος του εγκεφάλου.
ΠΑΡΕΓΧΥΜΑ. Ο συμπαγής ιστός των σπλάχνων.
ΠΑΡΕΓΧΥΜΩΔΗΣ. Ότι αποτελείται από παρέγχυμα.
ΠΑΡΕΙΑ. Το πλάγιο μέρος του προσώπου ή της κεφαλής ζώου.
ΠΑΡΕΙΑΚΟΣ. Οτιδήποτε έχει σχέση με τις παρειές.
ΠΑΡΕΝΤΕΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ. Η χορήγησηυδατανθράκων, λίπους και πρωτεϊνών με ενδοφλέβια έγχυση.
ΠΑΡΕΝΤΕΡΙΚΟΣ. Η χορήγηση φαρμάκων με κάθε οδό χορήγησης εκτός από το στόμα και τον πρωκτό.
ΠΑΡΕΣΗ. Η μερική περάλυση.
ΠΑΡΘΕΝΙΚΟΣ ΥΜΕΝΑΣ. Η λεπτή μεμβανώδης πτυχή που κλείνει μερικώς τον κόλπο.
ΠΑΡΙΣΘΜΙΑ. Είναι τα στενά στόμια μεταξύ φάρυγγα και στόματος.
ΠΑΡΘΕΝΟΓΟΝΙΑ. Η αναπαραγωγή μόνο από θηλυκό.
ΠΑΡΜΑΡΑ. Αγαλαξία των αιγοπροβάτων.
ΠΑΡΜΟΣ. βλ. παρμάρα.
ΠΑΡΟΔΟΝΤΙΤΙΔΑ. Φατνιακή πυόρροια.
ΠΑΡΟΝΥΧΙΑ. Η φλεγμονή κοντά στο νύχι.
ΠΑΡΟΞΕΤΙΝΗ. Αντικαταθλιπτικό.
ΠΑΡΟΞΥΣΜΟΣ. Οξεία νευρική κρίση.
ΠΑΡΟΡΕΞΙΑ. Διαστροφή της όρεξης.
ΠΑΡΟΣΜΙΑ. Αίσθηση ανύπαρκτων οσμών.
ΠΑΡΟΥΛΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή με απόστημα στα ούλα.
ΠΑΡΟΨΙΑ. κακή όραση.
ΠΑΡΩΝΥΧΙΑ. Απόστημα κοντά στα νύχια.
ΠΑΡΩΤΙΔΙΚΟΣ ΑΔΕΝΑΣ. Ένας από τους σιελογόνους αδένες.
ΠΑΡΩΤΙΤΙΔΑ. Η διόγκωση της παρωτίδας και των άλλων σιελογόνων αδένων εξ αιτίας λοιμώδους πάθησης.
ΠΑΣΤΕΡΕΛΑ. Ομάδα βακτηριδίων.
ΠΑΣΤΕΡΙΩ. Αποστειρώνω με τη μέθοδο αποστείρωσης του Παστέρ.
ΠΑΣΤΕΡΙΩΣΗ. Μέθοδος αποστείρωσης του γάλακτος.
ΠΑΥΣΙΠΟΝΟ. Φαρμακευτικές ουσίες κατά του πόνου.
ΠΑΧΥΔΕΡΜΙΑ. Η παθολογική κατάσταση πάχυνσης ή υπερτροφίας του δέρματος.
ΠΑΧΥΠΟΥΣ. Αυτός που έχει χοντρά πόδια.
ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ. Η παθολογική κατάσταση όπου η αποθηκευμένη ενέργεια του οργανισμού υπό μορφή λίπους είναι πολύ μεγάλη.
ΠΑΧΥΣΑΡΚΟΣ. Αυτός που πάσχει από παχυσαρκία, ό χοντρός.
ΠΕΙΝΑ. Η ισχυρή επιθυμία λήψης τροφής.
ΠΕΛΑΓΡΑ. Θαναηφόρο νόσημα.
ΠΕΛΙΔΝΩΜΑ. Μαύρη κηλίδα στο δέρμα.
ΠΕΛΙΩΜΑ. Ρευματική πορφύρα.
ΠΕΛΙΩΣΗ. Είδος ερυθήματος από ρευματισμό.
ΠΕΛΜΑΤΙΑΙΑ ΔΕΡΜΑΤΩΣΗ. Δερματική πάθηση του δέρματος των πελμάτων.
ΠΕΛΜΑΤΙΑΟΣ. Ότι έχει σχέση με τα πέλματα.
ΠEΛΜΑΤΟΒΑΜΩΝΑ. Κατηγορία ζώων που βαδίζουν με όλο το πέλμα.
ΠΕΜΦΙΓΑ. Αυτοάνοσος δερματοπάθεια.
ΠΕΝΙΚΙΛΑΜΙΝΗ. Μεταβολίτης της πενικιλίνης.
ΠΕΝΙΚΙΛΙΝΗ. Αντιμικροβιακή ουσία που παρήγθει από τον μύκητα Pencillium notatum.
ΠΕΝΤΑΖΟΚΙΝΗ. Παυσίπονο.
ΠΕΝΤΑΜΙΔΙΝΗ. Φάρμακο κατά της αφρικανικής τριπανοσωμίασης και της λεϊσμανίασης.
ΠΕΟΣ. Όργανο του αρσενικού μέσω του οποίου διέρχονται το σπερματικό υγρό και τα ούρα.
ΠΕΠΤΟΝΟΥΡΙΑ. Η παρουσία πεπτονών στα ούρα.
ΠΕΠΤΙΔΙΟ. Σύμπλοκο από την ένωση αμινοξέων.
ΠΕΠΤΙΚΟ ΕΛΚΟΣ. Τα έλκη στο στομάχι και στο δωδεκαδάκτυλο.
ΠΕΠΤΙΚΟΣ ΣΩΛΗΝΑΣ. Ο σωλήνας της πέψης
ΠΕΠΤΩ. Χωνεύω.
ΠΕΠΤΩΚΟΣ ΚΑΡΠΟΣ. Η ανικανότητα έκτασης του χεριού στο επίπεδο του καρπού.
ΠΕΠΤΩΚΟΣ ΠΟΥΣ. Η ανικανότητα πρόσθιας κάμψης του άκρου ποδός ως προς τον αστράγαλο.
ΠΕΠΤΩΚΟΤΕΣ ΤΡΟΦΕΣ. Οι τροφές που έχουν προπεφθεί.
ΠΕΡΙΑΔΕΝΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή ιστού γύρω από αδένα.
ΠΕΡΙΑΡΘΡΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή των περιαρθρικήν μαλακών μορίων.
ΠΕΡΙΑΜΥΓΔΑΛΙΚΟ ΑΠΟΣΤΗΜΑ. Η δημιουργία αποστήματος σε φλεγμονή της αμυγδαλίτιδας.
ΠΕΡΙΓΕΝΝΗΤΙΚΗ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ. Ο θάνατος εμβρύων μεταξύ των τελευταίων ημερών της εγκυμοσύνης και των πρώτων ημερών της ζωής τους.
ΠΕΡΙΔΙΔΥΜΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του περιδιδυμίου.
ΠΕΡΙΚΑΛΥΜΜΑ. Η δημιουργία θήκης σε ένα οστό μετά από τη νέκρωση ενός οστικού τμήματος του.
ΠΕΡΙΚΑΡΔΙΟ. Η μεμβράνη που περιβάλλει την καρδιά.
ΠΕΡΙΚΑΡΔΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του περικαρδίου.
ΠΕΡΙΚΑΡΠΙΟ. Ο θύλακας που περιβάλλει την καρδιά.
ΠΕΡΙΜΗΤΡΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του σπλαχνικού περιτοναίου που περιβάλλει τη μήτρα.
ΠΕΡΙΜΗΤΡΙΚΟΣ. Ο γύρω από τη μήτρα.
ΠΕΡΙΜΗΤΡΙΟ. Ο χιτώνας που περιβάλλει τη μήτρα
ΠΑΡΕΜΥΙΟ. Ο συνδετικός ιστός γύρω από τον μυ.
ΠΕΡΙΝΕΟ. Το τμήμα του κορμού που αντιστοιχεί στο κάτω μέρος της πυέλου.
ΠΕΡΙΝΕΥΡΙΟ. Έλυτρο νευρικών ινών.
ΠΕΡΙΟΔΟΝΤΙΚΟ. Ότι αναφέρεται στους ιστούς γύρω από τα δόντια.
ΠΕΡΙΟΔΟΝΤΙΟ. Ο ιστός μεταξύ δοντιού και φατνίου.
ΠΕΡΙΟΔΟΝΤΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του περιοδοντίου.
ΠΕΡΙΟΣΤΕΟ. Το ινώδες περίβλημα του οστού.
ΠΕΡΙΟΣΤΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του περιοστέου.
ΠΕΡΙΟΣΤΩΣΗ. Η διόγκωση του περιοστέου.
ΠΕΡΙΠΝΕΥΜΟΝΙΑ. Η υμενογόνος πνευμονία.
ΠΕΡΙΠΡΩΚΤΙΟ. Το γύρω από τον πρωκτό τμήμα του σώματος.
ΠΕΡΙΠΡΩΚΤΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του υποδόριου ιστού γύρω από τον πρωκτό.
ΠΕΡΙΣΠΛΑΧΝΙΟΣ. Γύρω από τα σπλάγχνα.
ΠΕΡΙΣΤΑΛΤΙΣΜΟΣ. Η κίνηση του στομάχου και του εντέρου για να προωθηθεί το περιεχόμενο τους.
ΠΕΡΙΤΟΜΗ. Η εκτομή μέρους του δέρματος της πόσθης.
ΠΕΡΙΤΟΝΑΙΟ. Η μεμβράνη που περιβάλλει τα όργανα της κοιλιακής κοιλότητας.
ΠΕΡΙΤΙΝΑΙΟΣΚΟΠΗΣΗ. Ο έλεγχος της περιτοναϊκής κοιλότητας για διαγνωστικούς λόγους.
ΠΕΡΙΤΟΝΙΑ. Ταινίες από ινώδη ιστό που περιβάλλουν και συνδέουν τους μύες.
ΠΕΡΙΤΟΝΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του περιτοναίου.
ΠΕΡΙΤΤΩΜΑΤΑ. Τα κόπρανα.
ΠΕΡΙΦΑΚΙΟ. Λεπτός υαλοειδής υμένας που περιβάλλει τον κρυαταλλώδη φακό του οφθαλμού.
ΠΕΡΙΧΟΝΔΡΙΟ. Ο ιστός που περιβάλλει τους χόνδρους.
ΠΕΡΙΧΟΝΔΡΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του περιχονδρίου.
ΠΕΡΟΝΗ. Το εξωτερικό οστό της κνήμης.
ΠΕΡΟΝΙΑΙΟ. Ότι έχει σχέση με την περονιαία περιοχή.
ΠΕΤΕΧΕΙΕΣ. Μικρές πορφυρές κηλίδες του δέρματος.
ΠΕΨΗ. Η χώνευση.
ΠΕΨΙΝΗ. Ένζυμο του γαστρικού υγρού, υπεύθυνο για την πέψη των λευκωμάτων.
ΠΗΓΗ. Περιοχές της κεφαλής όπου δεν έχει σχηματιστεί ακόμα οστό
ΠΗΓΜΑ. Κάθε ημιστεραιή μάζα από αίμα, λέμφο ή άλλο σωματικό υγρό.
ΠΗΚΤΗ. Παράφεται από το κολαγόνο κύριο συστατικό του συνδετικού ιστού.
ΠΗΚΤΙΝΗ. Πολυσακχαρίτης συγγενής με το άμυλο.
ΠΗΚΤΟΕΙΔΗΣ ΠΥΡΗΝΑΣ. Ο εσωτερικός πυρήνας του μεσοσπονδυλίου δίσκου.
ΠΗΞΗ. Η διαδικασία σταματήματος της ροής του αίματος, η μεταβολή ενός υγρού σε στεραιό.
ΠΗΡΟΔΑΚΤΥΛΟΣ. Η μη ολοκληρωμένη ανάπτυξη των δακτύλων.
ΠΗΡΟΜΕΛΗΣ. Μη φυσιολογική ανάπτυξη των άκρων, εν γενετής.
ΠΙΒΑΜΠΙΚΙΛΙΝΗ. Πενικιλίνη που χορηγείται από το στόμα.
ΠΙΕΣΗ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ.
ΠΙΛΟΚΑΡΠΙΝΗ. Φαρμακευτική ουσία με δράση αντίθετη από αυτή της ατροπίνης.
ΠΙΠΕΡΑΖΙΝΗ. Φαρμακευτική ουσία για τη θεραπεία των νηματοσκωλήκων και της ασκαριδίασης.
ΠΙΠΟΘΕΙΖΙΝΗ. Αντιψυχωσικό φάρμακο.
ΠΙΡΟΞΙΚΑΜΗ. Φαρμακευτική ουσία κατά του πόνου και της φλεγμονής των ρευματικών παθήσεων.
ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΘΑΝΑΤΟΥ. Το πιστοποιητικό που δηλώνει την αιτία θανάτου.
ΠΙΤΥΡΙΑΖΩ. Πάσχω από πιτυρίαση.
ΠΙΤΥΡΙΑΣΗ. Δερματική νόσο με τον σχηματισμό πιτυρίδας.
ΠΙΤΥΡΙΔΑ. Πιτυροειδή εκλεπίσματα.
ΠΛΑΚΕΣ ΤΟΥ PEYER. Οζίδια του ειλεού από λεμφοειδή ιστό.
ΠΛΑΚΟΥΝΤΑΣ. Ο δισκοειδής ιστός που ενώνει την εσωτερική επιφάνεια της μήτρας με το έμβρυο.
ΠΛΑΚΟΥΝΤΑΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ. Η παρουσία του πλακούντα κοντά ή πάνω στον τράχηλο.
ΠΛΑΚΟΥΝΤΟΓΡΑΦΙΑ. Η ακτινογράφιση του πλακούντα με τη βοήθεια ακτινοσκιερής ουσίας.
ΠΛΑΣΕΜΠΟ.
ΠΛΑΣΜΑ. Το τμήμα του αίματος με ορό και ινωνοδογόνο.
ΠΛΑΣΜΑΤΟΚΥΤΩΜΑ. Είναι κακοήθεια η οποία συνήθως εξελίσσεται σε πολλαπλό μυέλωμα.
ΠΛΑΣΜΑΦΑΙΡΕΣΗ. Η μέθοδος αφαίρεσης του πλάσματος από το αίμα.
ΠΛΑΣΜΙΔΙΑ. Ομάδα παραγόντων με γενετικές λειτουργίες που βρίσκονται μέσα στα κύτταρα.
ΠΛΑΣΜΙΝΗ. Ένζυμο που πέπτει την πρωτεϊνη ινική, το κύριο συστατικό του θρόμβου αίματος.
ΠΛΑΣΜΙΝΟΓΟΝΟ. Πρόδρομος ουσία της πλασμίνης.
ΠΛΑΣΜΩΔΙΟ. Πρωτοπλασματικά κύτταρα υπεύθυνα πρόκλησης διαφόρων παθήσεων.
ΠΛΕΓΜΑ. Δίκτυο από νεύρα ή αγγεία.
ΠΛΕΥΡΕΣ. Τα όστά που σχηματίζουν τη θωρακική κοιλότητα.
ΠΛΕΥΡΕΚΤΟΜΗ. Χειρουργική πέμβαση αφαίρεσης μιας ή περισσοτέρων πλευρών.
ΠΛΕΥΡΙΤΙΚΟ. Ότι έχει σχέση με τις πλευρές.
ΠΛΕΥΡΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του υπεζωκότα.
ΠΛΕΥΡΟ. Το πλάγιο μέρος του σώματος.
ΠΛΕΥΡΟΔΥΝΙΑ. Πόνος στα πλευρά.
ΠΛΕΥΡΟΡΡΑΓΙΑ. Η αιμορραγία του υπεζωκότα.
ΠΛΕΥΡΟΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαση διάνοιξη του υπεζωκότα.
ΠΛΕΥΡΩΔΗΣ. Όμοιος με το σχήμα πλευράς.
ΠΛΗΓΗ. Τραύμα, έλκος.
ΠΛΗΘΩΡΑ. Η μεγάλη συγκέντρωση αγγείων σε ένα τμήμα του σώματος ή σε όλο το σώμα.
ΠΛΗΜΜΕΛΗΣ ΘΡΕΨΗ. Η ακατάλληλη, η πλημελής, ή μη ισορροπημένη διατροφή.
ΠΛΥΣΗ. Ο όρος αναφέρεται συνήθως σε πλύση στομάχου.
ΠΝΕΥΜΑΤΟΥΡΙΑ. Η αποβολή αερίων κατά την ούρηση.
ΠΝΕΥΜΑΤΩΣΗ. Η συγκέντρωση αερίων σε κοιλότητα του σώματος.
ΠΝΕΥΜΟΘΩΡΑΚΑΣ. Η συγκέντρωση αέρα στην κοιλότητα του υπεζωκότα.
ΠΝΕΥΜΟΝΕΚΤΟΜΗ. Η χερουργική επέμβαση για την αφαίρεση του πνεύμονα.
ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ. Τα υπέυθυνα όργανα για την λειτουργία της αναπνοής.
ΠΝΕΥΜΟΝΙΑ. Η λοίμωξη του πνεύμονα.
ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΕΜΒΟΛΗ. Η παθολογική κατάσταση ενσφήνωσης εμβόλο ή θρόμβου στον πνεύμονα.
ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑ.
ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΣΤΕΝΩΣΗ. Καρδιακή διαταραχή λόγω απόφραξης της ροής του αίματος από τη δεξιά κοιλία.
ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΟ ΟΙΔΗΜΑ. Η πλήρωση των πνευμόνων με υγρό.
ΠΝΕΥΜΟΝΙΟΚΟΚΚΟΣ. Είδος στρεπτόκοκκου που κροκαλεί πνευμονία ή άλλες αναπνευμονικές παθήσεις.
ΠΝΕΥΜΟΝΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή των πνευμόνων.
ΠΝΕΥΜΟΝΟΓΑΣΤΡΙΚΟ. Το 10ο κρανιακό νεύρο.
ΠΝΕΥΜΟΝΟΓΡΑΦΟΣ. Εισική συσκευή που αναπαριστά γραφικά τις διακυμάνσεις της αναπνοής.
ΠΝΕΥΜΟΝΟΚΟΚΚΟΣ. Μικρόβιο που ζει στα αναπνευστικά όργανα.
ΠΝΕΥΜΟΝΟΡΡΑΓΙΑ. Αιμορραγία των πνευμόνων.
ΠΝΕΥΜΟΠΕΡΙΤΟΝΑΙΟ. Η συλλογή υργού στην περιτοναϊκή κοιλότητα.
ΠΝΙΓΜΩΝΗ. Η απόφραξη της αεραγωγού οδού στο ύψος του λάρυγγα.
ΠΝΙΓΜΟΣ.
ΠΝΟΗ. Αναπνοή, ζωή.
ΠΟΔΑΓΡΑ. Η ουρική αρθρίτιδα.
ΠΟΔΟΦΘΑΛΜΑ. Μαλακόστρακα που έχουν τους οφθαλμούς στα πόδια.
ΠΟΔΟΚΝΗΜΙΚΗ ΑΡΘΡΩΣΗ. Η άρθρωση κνήμης και περόνης με τον αστράγαλο.
ΠΟΙΚΙΛΟΚΥΤΤΑΡΩΣΗ. Η ποικιλομορφία των ερυθροκυττάρων.
ΠΟΛΙΟΕΓΚΕΦΑΛΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου.
ΠΟΛΙΟΜΥΕΛΙΤΙΔΑ. Η λοίμωξη της φαιάς ουσίας του νωτιαίου μυελού.
ΠΟΛΙΩΣΗ. Η πρώϊμη λεύκανση των τριχών.
ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΓΕΝΝΗΣΗ. Η γέννηση αυξημένου αριθμού νεογνών.
ΠΟΛΥΓΑΛΑΚΤΙΑ. Μεγάλη έκκριση γάλκτος.
ΠΟΛΥΓΑΜΑ. Ζώα που ζουν σε ομάδες με ένα μόνο αρσενικό.
ΠΟΛΥΓΟΝΙΑ. Η πολυτοκία.
ΠΟΛΥΔΑΚΤΥΛΙΑ. Ο πέραν του φυσιολογικού αριθμός δακτύλων.
ΠΟΛΥΘΗΛΙΑ. Η παρουσία περισσοτέρων του φυσιολογικού αριθμού θηλών.
ΠΟΛΥΚΟΡΙΑ. Η ύπαρξη περισσοτέρων της μιας κόρης στην ίριδα του οφθαλμού.
ΠΛΥΚΥΣΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ ΤΩΝ ΝΕΦΡΩΝ. Πάθηση κληρονομική με παρουσία πολλών κύστεων στους νεφρούς.
ΠΟΛΥΚΥΤΤΑΡΑΙΜΙΑ. Αύξηση των ερυθροκυττάρων στο αίμα.
ΠΟΛΥΜΑΣΤΙΑ. Μεγάλος αριθμός μαστών.
ΠΟΛΥΜΟΡΦΟΠΥΡΗΝΑ. Λευκοκύτταρα με πυρήνα ανώμαλο και ποικίλου σχήματος.
ΠΟΛΥΜΥΑΛΓΙΑ ΡΕΥΜΑΤΙΚΗ. Μορφή ρευματισμών με πρωϊνή δυσκαμψία.
ΠΟΛΥΜΥΞΙΝΗ. Ομάδα αντιβιοτικών.
ΠΟΛΥΜΥΟΣΙΤΙΔΑ. Πάθηση των μυών που αφορά τους μύες στο σύνολο τους.
ΠΟΛΥΝΕΥΡΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή των νεύρων.
ΠΟΛΥΟΥΡΙΑ. Η μεγάλη αύξηση της ποσότητας των ούρων.
ΠΟΛΥΠΕΠΤΙΔΙΟ. Μόριο με το οποίο τα αμινοξέα σχηματίζουν πεπτιδικούς δεσμούς.
ΠΟΛΥΠΟΔΑΣ. Οι όγκοι που συνδέονται με μίσχο.
ΠΟΛΥΠΟΔΙΑΣΗ. Η αύξηση του αριθμού των πολυπόδων .
ΠΟΛΥΣΑΚΧΑΡΙΔΙΟ. Υδρογονάνθρακας.
ΠΟΛΥΣΠΕΡΜΙΑ. Είσοδος στο ωάριο πολλών σπερματοζωαρίων.
ΠΟΛΥΤΟΚΟΣ. Τα θηλυκά που έχουν γεννήσει πολλές φορές.
ΠΟΛΥΤΡΟΦΙΑ. Ο υπερσιτισμός.
ΠΟΛΥΧΡΩΜΑΤΟΦΙΛΙΑ. Η διαταραχή του χρώματος των ερυθροκυττάρων.
ΠΟΛΥΩΠΙΑ. Η παράλυση των οφθαλμικών μυών.
ΠΟΛΦΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του πολφού του οδόντος.
ΠΟΛΦΟΣ. Η ουσία που πληρεί την κοιλότητα των οδόντων.
ΠΟΜΦΟΛΥΞ. Μορφή εκζέματος.
ΠΟΜΦΟΣ. Περιοχές του δέρματος με λευκό χρώμα, ερυθρά χείλη και υπεριψωμένες.
ΠΟΜΦΩΔΗΣ. Ο όμοιος με πομφό ή ο γεμάτος πομφούς.
ΠΟΝΟΣ. Το άλγος.
ΠΟΡΟΙ ΤΟΥ MULLER. Είναι οι υπεύθυνοι πόροι για την ανάπτυξη και τον σχηματισμό της μήτρας, των σαλπίγγων και του άνω τριτιμορίου του κόλπου.
ΠΟΡΟΙ ΤΟΥ WOLF. Είναι οι υπεύθυνοι πόροι για τον σχηματισμό του σπερματικού πόρου, των σπερματικών κύστεων και της επιδιδυμίδας.
ΠΟΡΟΣ. Δίοδος σωληνοειδούς μορφής, μικρό σρόμιο.
ΠΟΡΦΥΡΑ. Μορφή δερματικής πάθησης με πορφυρές κηλίδες λόγω εξαγγείωσης αίματος.
ΠΟΡΦΥΡΙΑ. Η υπερβολική παραγωγή και απέκκριση πορφυρινών από τον οργανισμό.
ΠΟΡΦΥΡΙΝΕΣ. Η βάση των αναπνευστικών χρωστικών (αιμοσφαιρίνη, μυοσφαιρίνη).
ΠΟΣΘΗ. Το δέρμα που περιβάλλει το πέος.
ΠΟΣΘΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή της ακροποσθίας.
ΠΟΥΒΑ. Μέθοδος θεραπευτικής αντιμετώπισης της ψωρίασης.
ΠΟΥΣ. Το κάτω τμήμα του άκρου.
ΠΡΑΖΙΚΑΝΤΕΛΗ. Φάρμακο κατά της σχιστοσωμίασης.
ΠΡΕΓΝΑΝΔΙΟΛΗ. Προϊόν έκκρισης της προγεστερόνης.
ΠΡΕΔΝΙΖΟΛΟΝΗ. Παράγωγο της κπρτιζόνης.
ΠΡΕΔΝΙΖΟΝΗ. Ουσία με όμοια δράση της πρεδνοζολόνης.
ΠΡΕΣΒΥΑΚΟΥΣΙΑ. Η κώφωση που οφείλεται στο προχωρημένο της ηλικίας.
ΠΡΕΣΒΥΩΠΙΑ. Η αδυναμία καλής όρασης σε μικρά απόσταση.
ΠΡΙΑΠΙΣΜΟΣ. Η συνεχής αλλά και επώδυνη κατάσταση στύσης του πέους.
ΠΡΙΜΙΔΟΝΗ. Αντιεπιληπτικό φάρμακο.
ΠΡΟΑΝΘΡΩΠΟΣ. Υποθετικό ζώο που θεωρείται ο άμεσος πρόγονος του ανθρώπου.
ΠΡΟΒΑΤΟΚΟΜΙΑ. Η διατροφή προβάτων για αναπαραγωγή.
ΠΡΟΒΟΛΗ. Το αρχικό στάδιο εμφάνισης του εμβρύου στον κόλπο.
ΠΡΟΒΟΣΚΙΔΑ. Η σαρκώδης επιμήκυνση της μύτης ή του άνω χείλους σε διάδορα είδη ζώων.
ΠΡΟΒΟΥΚΟΛΗ. Φαρμακευτική ουσία κατά της χοληστερίνης.
ΠΡΟΓΑΣΤΩΡ. Αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά.
ΠΡΟΓΕΝΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ. Το σύνολο των διαγνωστικών εξετάσεων για την εντόπιση εμβρυϊκών ανωμαλιών κατά την ενδομήτριο ζωή.
ΠΡΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΣ. Οτιδήποτε σχετίζεται με τη χρονική περίοδο πρίν την γέννε.
ΠΡΟΓΕΡΟΝΤΙΚΟΣ. Η πρόωρη γήρανση
ΠΡΕΓΕΣΤΑΓΟΝΟ. Ουσία με δράση όμοια με την προγεστερόνη.
ΠΡΟΓΕΣΤΕΡΟΝΗ. Ορμόνη του ωχρού σωματίου.
ΠΡΟΓΗΡΙΑ. Η πρόωρη γήρανση.
ΠΡΟΓΛΩΤΙΔΑ. Τμήμα ενός πλατέλμυνθος.
ΠΡΟΓΝΑΘΙΣΜΟΣ. Ανωμαλη προβολή της κάτω σιαγόνας.
ΠΡΟΓΝΩΣΗ. Η εκτίμηση της εξέληξης μιας πα΄θησης.
ΠΡΟΓΟΜΦΙΟΣ. Δόντι αμέσως μετά τον κυνόδοντα.
ΠΡΟΔΟΝΤΙΑ. Προβολή των τομέων οδόντων προς τα έξω.
ΠΡΟΕΜΒΡΥΟ. Η αρχική μορφή του εμβρύου.
ΠΡΟΕΚΛΑΜΨΙΑ. Επιπλοκή της κύησης που οδηγεί σε εκλαμψία
ΠΡΟΘΡΟΜΒΙΝΗ. Ουσία πρόδρομος της θρομβίνης.
ΠΡΟΘΩΡΑΚΙΚΟΣ. Το πρόσθιο μέρος του θώρακα.
ΠΡΟΚΑΪΝΑΜΙΔΗ. Παράγωγο της προκαϊνης.
ΠΡΟΑΚΑΪΝΗ. Συνθετική ουσία με ισχυρή τοπική αναισθητική δράση.
ΠΡΟΚΑΪΝΙΚΗ ΠΕΝΙΚΙΛΙΝΗ. Φάρμακο εκλογής κατά της συφιλης.
ΠΡΟΚΑΡΔΙΟΣ ΠΕΡΙΟΧΗ. Η θωρακική περιοχή μπροστά από την καρδιά.
ΠΡΟΛΑΚΤΙΝΗ. Ορμόνη της υπόφυσης υπεύθυνη για την γαλουχία.
ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΙΑΤΡΙΚΗ. Ο κλάδος της ιατρικής επιστήμης που ασχολείται με την πρόληψη των παθήσεων.
ΠΡΟΛΗΨΗ. Η αποτροπή, η παρεμπόδιση.
ΠΡΟΛΟΒΟΣ. Η ασκοειδής διαστολή του οισοφάγου σε κάποια πτηνά.
ΠΡΟΜΑΖΙΝΗ. Αντιψυχωτικό φάρμακο.
ΠΡΟΜΗΚΗΣ ΜΥΕΛΟΣ. Το τμήμα του εγκεφάλου που ενώνεται με τον νωτιαίο μυελό.
ΠΡΟΝΑΡΚΩΣΗ. Η περίοδος καταστολής πριν την χειρουργική επέμβαση.
ΠΡΟΝΥΜΦΗ. Το προώριμο στάδιο στην εξέληξη των εντόμων και νηματοσκωλήκων.
ΠΡΟΟΙΔΗΜΑ. Η παθολογική κατάσταση που υπάρχει πριν την εμφάνιση του οιδήματος.
ΠΡΟΠΑΝΘΕΛΙΝΗ. Ουσία με αντιχολινεργική δράση.
ΠΡΟΠΑΝΟΛΟΛΗ. Φάρμακο κατά της στηθάγχης, της καρδιακής υπέρτασης, της καρδιακής αρρυθμίας και του εμφράγματος.
ΠΡΟΠΤΩΣΗ. Η πτώση σε κατώτερη θέση οργάνου.
ΠΡΟΠΤΩΣΗ ΜΕΣΟΣΠΟΝΔΥΛΗΛΙΟΥ ΔΙΣΚΟΥ. Η προβολή ή η πρόπτωση του μεταξύ δύο γειτονικών σπονδύλων μεσοσπονδυλίου δίσκου.
ΠΡΟΠΥΡΗΝΑΣ. Ο πυρήνας που προέρχεται από την συγχώνευση των πυρήνων ωαρίου και σπερματοζωαρίου κατά την γονιμοποίηση.
ΠΡΟΣΑΓΩΓΟΣ. Επίθετο που αναφέρεται σε οτιδήποτε μεταφέρει ηλεκτρικό φορτίο σε εγκέφαλο, νωτιαίο μυελό ή όργανο.
ΠΡΟΣΑΓΧΥΜΑ. Ιστός από ίνες.
ΠΡΟΣΘΕΣΕΙΣ. Τεχνητά υποκατάστατα.
ΠΡΟΣΘΙΑ ΚΑΜΨΗ. Καμπύλωση οργάνου.
ΠΡΟΣΘΙΑ ΚΛΗΣΗ. Αναφέρεται στην κλήση της μήτρας προς τα εμπρός.
ΠΡΟΣΘΙΟ ΚΝΗΜΙΑΙΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ.
ΠΡΟΣΘΙΟΣ. Ότι σχετίζεται με το πρόσθιο τμήμα σώματος, οργάνου ή μέλους του οργανισμού.
ΠΡΟΣΟΦΘΑΛΜΙΟΣ. Ότι βρίσκεται κοντά ή προ του οφθαλμού.
ΠΡΟΣΤΑΓΛΑΝΔΙΝΕΣ.
ΠΡΟΣΤΑΚΥΚΛΙΝΗ. Αγγειοδιαστολέας που παράγεται από το ενδοθήλιο των αγγείων.
ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ.
ΠΡΟΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΔΕΝΑΣ. Σεξουαλικός αδένας που περιβάλλει την ουρήθρα.
ΠΡΟΣΤΑΤΙΣΜΟΣ. Παθολογική κατάσταση διόγκωσης του προστάτη.
ΠΡΟΣΦΥΣΗ. Συγκόλληση.
ΠΡΟΣΧΥΣΗ. Θεραπευτική μέθοδος με χρήση ψυχρού νερού.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΝΕΥΡΟ. Το νεύρο που νευρώνει τους μιμικούς μύες του προσώπου.
ΠΡΟΦΛΑΒΙΝΗ. Αντισηπτικό.
ΠΡΟΦΥΛΑΞΗ. Η λήψη μέτρων για την αποφυγή νόσου.
ΠΡΩΚΤΑΛΓΙΑ. Ο πόνος στην περιοχή του πρωκτού.
ΠΡΩΚΤΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του πρωκτού ή του ορθού.
ΠΡΩΚΤΟΣ. Το στόμιο (έξοδος), του τελικού άκρου του εντέρου.
ΠΡΩΤΕΪΝΗ. Μορφή λευκώματος.
ΠΡΩΤΕΪΝΟΥΡΙΑ. Η περουσία πρωτεϊνών στα ούρα.
ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ. Πρωτότοκος.
ΠΡΩΤΟΓΕΝΝΟΣ. Αυτός που γεννά πρώτη φορά.
ΠΡΩΤΟΖΩΑ. Πρωτόγονα ζώα αποτελούμενα μόνο από ένα κύτταρο.
ΠΡΩΤΟΠΑΘΗΣ. Ότι εμφανίζεται αυτοτελώς.
ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΜΑ. Το υλικό των ζωϊκών και φυτικών κυττάρων που έχουν τις ιδιότητες της ζωής.
ΠΡΩΤΟΤΟΚΙΑ. Ο πρώτος τοκετός.
ΠΤΑΡΜΙΚΟΣ. Ότι προκαλεί πταρμό.
ΠΤΑΡΜΟΣ. Ξαφνική και έντονη έξοδος του αέρα μέσω της μύτης.
ΠΤΕΡΝΑ. Το οπίσθιο τμήμα του άκρου ποδός.
ΠΤΕΡΝΑΛΓΙΑ. Ο πόνος της πτέρνας.
ΠΤΕΡΟΡΡΟΙΑ. Η πτώση του πτερώματος.
ΠΤΕΡΟΦΥΪΑ. Το φύτρωμα των πτερών.
ΠΤΕΡΥΓΙΟ. Μικρή πτέρυγα, νηκτικό όργανο υδρόβιων οργανισμών.
ΠΤΕΡΥΓΙΟ ΤΟΥ ΩΤΟΣ. Το τμήμα του έξω ωτός.
ΠΤΕΡΥΓΙΣΜΟΣ. Είδος καρδιακού δυθμού μη φυσιολογικού.
ΠΤΕΡΥΓΩΜΑ. βλ. πτέρωμα.
ΠΤΕΡΩΜΑ. Το σύνολο των πτερών ενός πτηνού.
ΠΤΕΡΩΤΑ. Τα πτηνά.
ΠΤΗΝΟ. Το ζώο που πετά.
ΠΤΗΝΣΟΚΟΠΙΑ. Η παρατήρηση της κύησης των πτηνών.
ΠΤΥΑΛΙΝΗ. Ένζυμο του σιέλου που μετατρέπει το άμυλο σε σάκχαρο.
ΠΤΩΜΑ. Το νεκρό σώμα.
ΠΤΩΜΑΪΝΗ. Η τοξίνη που παράγεται στην αποσύνθεση των πτωμάτων.
ΠΤΥΕΛΟ. Το από του στόματος εξερχόμενο υλικό απόχρεμψης.
ΠΥΑΙΜΙΑ. Η γενικευμένη λοίμωξη του αίματος.
ΠΥΑΙΛΟΦΛΕΒΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή της πυλαίας φλέβας.
ΠΥΕΛΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή της νεγρικής πυέλου.
ΠΥΕΛΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΣ. Ο σχετικός με την πύελο και τα γεννητικά όργανα του θήλεος.
ΠΥΕΛΟΓΡΑΦΙΑ. Η ακτινογράφιση του ουροποιητικού συστήματος με τη βοήθεια ακτινοσκιερής ουσίας.
ΠΥΕΛΟΜΕΤΡΙΑ. Η μέτρηση των διαστάσεων της πυέλου.
ΠΥΕΛΟΝΕΦΡΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή της πυέλου του νεφρού.
ΠΥΕΛΟΣ. ΟστέΪνη κατασκευή που αποτελείται από τα ανώνυμα οστα, το ιερό και τον κόκκυγα.
ΠΥΕΛΟΣ ΝΕΦΡΟΥ. Χωνοειδές κοίλωμα όπου εκβάλλουν τα στόμια των ουροφόρων σωληναρίων.
ΠΥΕΛΟΤΟΜΙΑ. Η χειρουργική επέμβαση στη πύελο.
ΠΥΕΜΕΣΗ. Έμετος πύου.
ΠΥΘΜΕΝΑΣ. Η βάση κάθε οργάνου.
ΠΥΚΝΟΡΕΥΣΤΟ. Παχύρευστο.
ΠΥΚΝΩΣΗ. Η στερεοποίηση ενός οργάνου.
ΠΥΛΑΙΑ ΥΠΕΡΤΑΣΗ. Η αύξηση της πίεσης του αίματος στην πυλαία φλέβα.
ΠΥΛΑΙΑ ΦΛΕΒΑ. Η φλέβα που μεταφέρει το αίμα από τα κοιλιακά όργανα στο ήπαρ.
ΠΥΛΗ. Το εντύπωμα των οργάνων από όπου εισέρχονται και εξέρχονται αγγεία, φλέβες, νεύρα,..
ΠΥΛΩΜΑΤΑ. Κολικός πόνος.
ΠΥΛΩΡΙΚΗ ΣΤΕΝΩΣΗ. Η στένωση της μυϊκής εξόδου από το στομάχι.
ΠΥΛΩΡΟΣ. Το κάτω στόμιο του στομάχου.
ΠΥΛΩΡΟΣΠΑΣΜΟΣ. Ο σπασμός του πυλωρού.
ΠΥΟΒΑΚΙΛΛΩΣΗ. Η ποιογόνος λοίμωξη των χοίρων.
ΠΥΟΓΕΝΗΣ. Αυτός που παράγει πύον.
ΠΥΟΓΟΝΟΣ. Η παραγωγή πύου από μικρόβια.
ΠΥΟΔΕΡΜΙΤΙΔΑ. Μορφή οξείας δερματοπάθειες.
ΠΥΟΔΕΡΜΙΑ ΓΑΓΓΡΑΙΝΩΔΗΣ. Δερματικές διαταραχές με αλλοιώσεις ξαφνικές, μεγάλες με ελκωτική μορφή.
ΠΥΟΕΙΔΗΣ. Αυτός που μοιάζει με μοιάζει με το πύο.
ΠΥΟΘΩΡΑΚΑΣ. Ο σχηματισμός πύου στην κοιλότητα του υπεζοκώτα.
ΠΥΟΚΟΚΚΟΣ. Πυογόνο μικρόβιο.
ΠΥΟΚΥΤΤΑΡΟ. Πυοσφαίριο.
ΠΥΟΝ. Υγρό πυκνό με λευκοκίτρινο ή πρασινωπό χρώμα.
ΠΥΟΡΡΟΙΑ. Η εκκροή πύου.
ΠΥΟΡΡΟΩ. Βγάζω πύον.
ΠΥΟΣΦΑΙΡΙΟ. Εκφυλισμένο λευκό αιμοσφαίριο, κύριο συστατικκό του πύου.
ΠΥΟΥΡΙΑ. Η αποβολή πύου με τα ούρα.
ΠΥΟΦΘΑΛΜΙΑ. Η οφθαλμική πυόρρια.
ΠΥΟΦΥΤΗΣ. Η πυοδερμίτιδα του τριχωτού της κεφαλής.
ΠΥΡΓΟΚΕΦΑΛΙΑ. Η ανώμαλη αύξηση του κρανιακού θόλου.
ΠΥΡΕΤΟΓΟΝΟΣ. Ότι προκαλεί πυρετό.
ΠΥΡΕΤΟΘΕΡΑΠΕΙΑ. Θεραπευτική μέθοδος με την πρόκληση πυρετού.
ΠΥΡΕΤΟΣ. Αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος.
ΠΥΡΕΤΟΣ ΑΠΟ ΝΥΧΙΑ ΓΑΤΑΣ (CAT-SCRATCH FIVER). Πάθηση οφειλόμενη σε ιό με διόγκωση αδένων.
ΠΥΡΕΤΟΣ ΑΠΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΑΡΟΥΡΑΙΟΥ. Λοιμώδης πάθηση από δάγκωμα αρουραίου.
ΠΥΡΕΤΟΣ ΑΠΟ EMBOLA. Πάθηση θανατηφόρα.
ΠΥΡΕΤΟΣ Q. Πάθηση που οφείλεται σε Coxiella bourneti.
ΠΥΡΗΝΑΣ. Το κεντρικό τμήμα του κυττάρου.
ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΙΑΤΡΙΚΗ. Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την χρήση και την εφαρμογή ραδιενεργών υλικών για ιατρικούς λόγους.
ΠΥΡΗΝΙΟ. Κοκκίο μέσα στον κυτταρικό πυρήνα.
ΠΥΡΗΝΟΕΙΔΗΣ. Αυτός που μοιάζει με πυρήνα.
ΠΥΡΗΝΟΛΥΣΙΑ. Η εξαφάνιση του πυρήνα ενός κυττάρου.
ΠΥΡΗΝΟΤΟΜΙΑ. Η αυτόματη διαίρεση του κυτταρικού πυρήνα.
ΠΥΡΗΝΩΔΗΣ. Αυτός που έχει πυρήνα.
ΠΥΡΙΑΜΑ. Το ζεστό επίθεμα.
ΠΥΡΙΔΟΞΙΝΗ. Η βιταμίνη Β6
ΠΥΡΙΜΕΘΑΜΙΝΗ. Ανθελονοσιακό φάρμακο.
ΠΥΤΙΑ. Το ένζυμο για την πήξη του γάλατος.
ΠΥΤΙΟΓΕΝΗΣ.
ΠΥΤΙΟΓΟΝΟΣ. Αυτός που παράγει πυτία.
ΠΥΩΔΗΣ. Ο γεμάτος πύον, αυτός που είναι όμοιος με πύο.
ΠΥΩΣΗ. Η εμπύηση.
ΠΩΜΑ. Μείγμα σε ποσότητα μιας δόσης.