ΛΕΞΙΚΟ Ξ,ξ
ΞΑΝΘΕΛΑΣΜΑ. Δερματοπάθεια των βλεφάρων.
ΞΑΝΘΟΨΙΑ. Παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής βλέπει όλα τα αντικείμενα ανοιχτόχρωμα.
ΞΑΝΘΩΜΑΤΑ.
ΞΕΚΛΩΣΣΩ. Σταματάω το κλώσσημα.
ΞΕΝΙΣΤΗΣ. Ο οργανισμός που ζει παρασιτικά σε βάρος ενός άλλου οργανισμού.
ΞΕΝΟ ΣΩΜΑ. Οποιοδήποτε ξένο σώμα που βρίσκεται μέσα νε ζώντα οργανισμό.
ΞΕΣΤΡΟ. Ειδικό όργανο για τον καθαρισμό κοιλοτήτων και οδόντων.
ΞΗΡΑΝΣΗ. Παθολγική κατάσταση ξηρότητας.
ΞΗΡΟΒΑΤΙΚΑ. Τάξη χερσαίων πτηνών.
ΞΗΡΟΔΕΡΜΑ. Σκληρή και ξηρή κατάσταση του δέρματος.
ΞΗΡΟΔΕΡΜΙΑ. Παθολογική κατάσταση ξηρότητας του δέρματος.
ΞΗΡΟΣΤΟΜΙΑ. Παθολογική κατάσταση ξηρότητας του στόματος.
ΞΗΡΟΦΘΑΛΜΙΑ. Ξηρότητα του οφθαλμού λόγω προβλήματος στην ποιότητα της δακρυϊκής στοιβάδας που ενυδατώνει τον οφθαλμό.
ΞΙΦΟΕΙΔΗΣ ΑΠΟΦΥΣΗ. Προεξοχή του στέρνου.
ΞΥΛΟΚΟΤΑ. Η μπεκάτσα.
ΞΥΛΟΠΝΕΥΜΑ. Αλκοόλη, οινόπνευμα από ξύλα.
ΞΥΛΟΦΑΓΟΣ. Έντομο που τρώει ξύλα.