ΛΕΞΙΚΟ Μ,μ
ΜΑΓΓΑΝΙΟ. Χημικό στοιχείο, ένα από τα μέταλλα.
ΜΑΓΝΗΣΙΟ. Χημικό στοιχείο, ένα από τα μέταλλα.
ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΑΞΟΝΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ. Επεμβατική μέθοδος απεικόνισης του σώματος και των οργάνων αυτού.
ΜΑΙΕΥΤΙΚΗ. Κλάδος της ιατρικής που ασχπλείται με την εγκυμοσύνη, τον τοκετό και την λοχεία.
ΜΑΙΕΥΩ. Ξεγεννώ.
ΜΑΚΡΟΚΥΤΤΑΡΟ. Ερυθρό αιμοσφαίριο μεγάλου μεγέθους που αποτελεί χαρακτηριστικό της κακοήθους αναιμίας.
ΜΑΚΡΟΚΥΤΤΑΡΩΣΗ. Παθολογικές καταστάσεις με αύξηση ου αριθμού των μακροκυττάρων.
ΜΑΚΡΟΦΑΓΟ. Μεγάλο φαγοκύτταρο.
ΜΑΚΡΟΨΙΑ. Παθολογική κατάσταση κατά την οποία ό ασθενής βλέπει τα αντικείμενα σε μεγαλύτερο μέγεθος.
ΜΑΛΑΘΙΟ. Οργανοφωσφορικό εντομοκτονο.
ΜΑΛΑΚΟ ΕΛΚΟΣ. Έλκος που προκαλείται από το Haemophilus ducreyi.
ΜΑΛΑΚΤΙΚΑ. Ομάδα ουσιών με μαλακτική δράση στο δέρμα.
ΜΑΛΑΚΥΝΣΗ. Η μαλάκυνση ενός τμήματος του οργανισμού ή ενός ιστού λόγω παθολογικής κατάστασης.
ΜΑΛΑΞΗ. Μασσάζ, εντριβή με ειδικές κινήσεις σε τμήμα του σώματος για θεραπευτικούς λόγους.
ΜΑΝΙΑ. Μορφή διανοητικής πάθησης, παραφροσύνη, τρέλλα.
ΜΑΝΙΑΚΟΣ. Αυτός που κατέχεται από μανία.
ΜΑΝΙΤΟΛΗ. Φαρμακευτική ουσία με διουρητική δράση.
ΜΑΝΟΜΕΤΡΟ. Ειδικό όργανο μέτρησης της πίεσης, της τάσης υγρών και αερίων του οργανισμού.
ΜΑΡΜΑΡΥΓΗ. Σύσπαση των μυϊκών ινών του μυοκαρδίου.
ΜΑΣΗΣΗ. Η διαδικασία κατά την οποία η τροφή είναι έτοιμη να δεχθεί τα γαστρικά υγρά για τη διαδικασία της πέψης.
ΜΑΣΗΤΗΡΑΣ. Μυς που συμβάλλει στην μάσηση.
ΜΑΣΤΑΛΓΙΑ. Πόνος συος μαστούς.
ΜΑΣΤΑΡΙ. Μαστός.
ΜΑΣΤΕΚΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης του μαστού.
ΜΑΣΤΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή του μαστού.
ΜΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ. Ειδική ακτινιγραφία κατά την οποία απεικονίζεται η δομή του μαστού.
ΜΑΣΤΟΕΙΔΗΣ ΑΠΟΦΥΣΗ. Απόφυση του κροταφικού οστού.
ΜΑΣΤΟΕΙΔΗΣ. Αυτός που μοιάζει με μαστό.
ΜΑΣΤΟΕΙΔΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή της μαστοειδούς αποφύσεως του κροταφικού οστού.
ΜΑΣΤΟΠΤΩΣΙΑ -ΣΗ. Υπερβολική χαλάρωση του μαστού.
ΜΑΣΤΟΣ. Αδενώδες όργανο, όπου σχηματίζεται το γάλα.
ΜΑΣΤΩΔΥΝΙΑ. Σενεχής πόνος στο μαστό.
ΜΑΣΧΑΛΗ. Ανοιχτή κοιλότητα κάτω από την κατ’ ώμον άρθρωση.
ΜΑΣΧΑΛΙΑΙΑ. Η περιοχή της μασχάλης.
ΜΕΓΑΓΝΑΘΙΑ. Η υπέρμετρη ανάπτυξη της κάτω γνάθου.
ΜΕΓΑΛΑΚΡΙΑ. Η ακρομεγαλία, μεγάλα άκρα.
ΜΕΓΑΚΟΛΟΝ. Διογκωμένο κόλο εκ γενετής ή από παθολογικά αίτια.
ΜΕΘΑΔΟΝΗ. Συνθετικό φάρμακο παρόμοιο με τη μορφίνη.
ΜΕΘΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΑΙΜΙΑ. Η παρουσία μεθαιμοσφαιρίνης στο αίμα.
ΜΕΘΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΗ. Παράγωγο της αιμοσφαιρίνης όπου ο σίδηρος έχει οξειδωθεί.
ΜΕΘΙΟΝΙΝΗ. Αμινοξύ που περιέχει θείο και είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη των νεογνών.
ΜΕΘΥΛΤΕΣΤΟΣΤΕΡΟΝΗ. Παράγωγο της τεστοστερόνης.
ΜΕΙΖΩΝ ΕΠΙΛΗΨΙΑ. Χαρακτηρίζουμε το μεγαλύτερο επεισόδιο επιληπτικής κρίσης.
ΜΕΙΩΣΗ. Μορφή κυτταρικής διαίρεσης που συμβαίνει μόνο στις γονάδες (όρχεις, ωοθήκες).
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ. Παθολογική ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αθυμία και θλίψη.
ΜΕΛΑΓΧΡΟΥΣ. Αυτός που έχει μαύρο δέρμα.
ΜΕΛΑΙΝΑ. Κόπρανα κατάμαυρα.
ΜΕΛΑΝΙΑΣΗ. Είδος κακοήθους όγκου που παρουσιάζεται σε μελανές κοιλίδες του δέρματος.
ΜΕΛΑΝΙΝΗ. Σκούρα χρωστική του δέρματος και των τριχών.
ΜΕΛΑΝΙΣΜΟΣ. Έντονη μαύρη χρώση του δέρματος.
ΜΕΛΑΝΟΔΕΡΜΙΑ. Διάχυτη υπερχρωμία του δέρματος.
ΜΕΛΑΝΟΥΡΙΑ. Ούρα μαύρου χρώματος.
ΜΕΛΑΝΩΜΑ. Όγκος από μελανοκύτταρα.
ΜΕΛΙΓΓΡΑ. Είδος εντόμου.
ΜΕΛΑΤΟΝΙΝΗ. Ορμόνη υπεύθυνη για τους ημερήσιους και νυχτερινούς ρυθμούς ενός οργανισμού.
ΜΕΛΑΧΡΩΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ. Η μελάνωση της λευκής γραμμής κατά την εγκυμοσύνη.
ΜΕΛΑΧΡΩΣΤΙΚΗ. Χρωματιστό υλικό εκκρίσεων.
ΜΕΝΔΕΛΙΣΜΟΣ. Ο νόμος που διατύπωσε ο Mendel.
ΜΕΞΕΝΟΝΗ. Ουσία που απορροφάει την υπεριώδη ακτινοβολία.
ΜΕΣΕΓΚΕΦΑΛΟΣ. Το τμήμα του εγκεφάλου μεταξύ των ημισφαιρίων και της παρεγκεφαλίδας.
ΜΕΣΕΝΤΕΡΙΟ. Πτύχες του περιτοναίου που συγκρατούν το έντερο.
ΜΕΣΕΝΤΕΡΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή του μεσεντερίου.
ΜΕΣΟ ΟΥΣ.
ΜΕΣΟΖΩΑ. Πολυκυτταρικά μικροσκοπικά ζώα.
ΜΕΣΟΘΗΛΙΩΜΑ. Κακοήθης όγκος του υπεζωκότα.
ΜΕΣΟΘΩΡΑΚΙΟ. Το μεταξύ των πνευμόνων τμήμα του θώρακα.
ΜΕΣΟΚΑΡΠΙΟ. Το μέσο του καρπού.
ΜΕΣΟΚΝΗΜΙΟ. Το μέσο της κνήμης.
ΜΕΣΟΚΟΛΟΝ. Η διπλή πτυχή του περιτοναίου από την οποία αιωρείται το παχύ έντερο.
ΜΕΣΟΚΥΤΤΑΡΙΟ. Το μέσο του κυττάρου.
ΜΕΣΟΛΟΒΙΟ. Το τμήμα της εγκεφαλικής ουσίας που συνδέει τα δύο εγκεφαλικά ημισφαίρια.
ΜΕΣΟΜΗΡΙΟ. Η βουβωνική χώρα.
ΜΕΣΟΠΛΕΥΡΙΟΣ. Ο μεταξύ των πλευρών χώρος.
ΜΕΣΟΣΠΟΝΔΥΛΙΟΣ ΔΙΣΚΟΣ. Ο ινώδης δίσκος μεταξύ των σπονδύλων.
ΜΕΣΟΦΛΕΒΙΚΟΣ. Ο μεταξύ των φλεβών.
ΜΕΣΟΣ ΧΙΤΩΝΑΣ.
ΜΕΣΤΕΡΟΛΟΝΗ. Συνθετικό ανδρογόνο.
ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ. Το σύνολο των χημικών και βιολογικών διαδικασιών που γίνονται στον οργανισμό και με τις οποίες διατηρείται η ζωή.
ΜΕΤΑΓΓΙΣΗ ΑΙΜΑΤΟΣ.
ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΕΞ ΕΠΑΦΗΣ. Μετάδοση πάθησης με την άμεση επαφή ενός οργανισμού με έναν μολυσμένο οργανισμό.
ΜΕΤΑΔΟΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ. Πάθηση που μεταδίδεται από το ένα άτομο στο άλλο.
ΜΕΤΑΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑ. Η ιδιότητα της μετάδοσης μιας νόσου.
ΜΕΤΑΖΩΑ. Μεγάλη κατηγορία του ζωϊκού βασιλείου.
ΜΕΤΑΘΕΣΕΙΣ. Αλλαγή γενετικού υλικού μεταξύ των χρωματοσωμάτων.
ΜΕΤΑΘΩΡΑΚΑΣ. Το τελευταίο τμήμα του θώρακα των εντόμων.
ΜΕΤΑΚΑΡΠΙΟ. Το τμήμα μεταξύ του καρπού και των δακτύλων.
ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ. Κάθε αλλαγή στο DNA των χρωματοσωμάτων των κυττάρων.
ΜΕΤΑΛΛΑΞΙΟΓΟΝΑ. Παράγων που αυξάνει τον ρυθμό των ματαλλάξεων στα κύτταρα.
ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ. Η μεταφορά ενός οργάνου από έναν οργανισμό σε έναν άλλο.
ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΩ. Με χειρουργική επέμβαση κάνω μεταμόσχευση.
ΜΕΤΑΠΛΑΣΙΑ. Η αλλαγή ενός ιστού σε ένα άλλο είδος ιστού.
ΜΕΤΑΣΤΑΣΗ. Η μετάδοση καρκίνου από το αρχικό σημείο εμφάνισης σε άλλα μέρη του σώματος.
ΜΕΤΑΤΑΡΣΙΟ. Το αμέσως μετά τον ταρσό τμήμα του άκρου.
ΜΕΤΑΤΡΟΦΙΑ. Είδος ατροφίας.
ΜΕΤΑΦΥΣΗ.
ΜΕΤΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΟΣ. Το χρονικό διάστημα μετά από μια χειρουργική επέμβαση.
ΜΕΤΕΩΡΙΣΜΟΣ. Συλλογή αέρα στο στομάχι και στα έντερα.
ΜΕΤΟΚΛΟΠΡΑΜΙΔΗ. Ειδικό φάρμακο για τον έμετο.
ΜΕΤΟΠΡΟΛΟΛΗ. Αναστολέας των β-αδρενεργικών υποδοχέων.
ΜΕΤΥΡΑΠΟΝΗ. Ειδικό φάρμακο για την θεραπεία της νόσου Cushing.
ΜΕΤΦΟΡΜΙΝΗ. Ουσία ειδική στο να μειώνει το σάκχαρο του αίματος.
ΜΗΚΩΝΙΟ. Η ουσία που πληρεί τον εντερικό σωλήνα του εμβρύου.
ΜΗΝΙΓΓΕΣ. Οι μενβράνες που περιβάλλουν εγκέφαλο και νωτιαίο μυελό.
ΜΗΝΙΓΓΙΤΙΔΙΣΜΟΣ. Παθολογική κατάσταση που μοιάζει με την μηνιγγίτιδα, λόγω υψηλού πυρετού, αλλά χωρίς φλεγμονή των μηνίγγων.
ΜΗΝΙΓΓΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή των μηνίγγων του εγκεφάλου ή του νωτιαίου μυελού ή και των δύο ταυτόχρονα.
ΜΗΝΙΓΓΟΕΓΚΕΦΑΛΙΤΙΔΑ. Η λοίμωξη της μήνιγγας του εγκέφαλου.
ΜΗΝΙΓΓΟΚΗΛΗ. Η πρόπτωση μηνίγγων μέσω ελλείματος του κρανίου.
ΜΗΝΙΣΚΟΣ. Ο ινώδης χόνδρος της άρθρωσης.
ΜΗΝΟΡΡΑΓΙΑ. Η μεγάλη ποσότητα αίματος κατά την έμμηνο ρύση.
ΜΗΡΑΛΓΙΑ. Πόνος στο μηρό.
ΜΗΡΙΑΙΟ ΟΣΤΟ.
ΜΗΡΥΚΑΖΩ. Επί χορτοφάγων ζώων, αναμασώ επαναφέροντας στη στοματική κοιλότητα, την ήδη μασημένη τροφή και που έχω ήδη καταπιεί.
ΜΗΡΥΚΑΣΤΙΚΑ. Κατηγορία θηλαστικών ζώων που αναμασούν την τροφή.
ΜΗΡΥΚΩΜΑΙ. Μηρυκάζω.
ΜΗΤΡΑ.
ΜΗΤΡΑΛΓΙΑ. Πόνος στη μήτρα.
ΜΗΤΡΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή της μήτρας.
ΜΗΤΡΟΚΗΛΗ. Κάθοδος της μήτρας προς τον κόλπο.
ΜΗΤΡΟΡΡΑΓΙΑ. Η αιμορραγία της μήτρας.
ΜΗΤΡΟΤΟΜΙΑ. Η υστεροτομία.
ΜΙΘΡΙΔΑΤΙΣΜΟΣ.
ΜΙΚΟΝΑΖΟΛΗ. Φάρμακο με δράση αντιμυκητιασική.
ΜΙΚΡΟΓΓΕΙΟΠΑΘΕΙΑ. Νόσος των τριχοειδών αγγείων.
ΜΙΚΡΟΒΙΑΙΜΙΑ. Η παρουσία μικροβίων στο αίμα.
ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑ. Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τα μικρόβια, τους ιούς και όλους τους μικροοργανισμούς.
ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΥΣΙΑ. βλ. βακτηριολυσία.
ΜΙΚΡΟΒΙΟ. Μονοκύτταρος μικροοργανισμός ζωϊκός ή φυτικός που είνια ορατός μόνο με μικροσκόπιο.
ΜΙΚΡΟΒΙΟΥΡΙΑ. Η αποβολή μικροβίων με τα ούρα.
ΜΙΚΡΟΒΙΟΦΑΓΙΑ. Η ιδιότητα των κυττάρων του οργανισμού να κατατρώγουν τα μικρόβια που μπαίνουν στον οργανισμό.
ΜΙΚΡΟΒΙΟΦΟΡΟΣ. Ο φορέας μικροβίων.
ΜΙΚΡΟΒΙΣΜΟΣ. Η παρουσία στον οργανισμό νοσογόνων μικροβίων.
ΜΙΚΡΟΓΑΣΤΡΙΑ. Το παθολογικά μικρό μέγεθος του στομάχου.
ΜΙΚΡΟΓΥΡΙΑ. Παθολογική κατάσταση όπου παρατηρείται στενότητα των ελίκων του εγκέφαλου.
ΜΙΚΡΟΔΑΚΤΥΛΙΑ. Η ατελης ανάπτυξη ενός ή περισσοτέρων δακτύλων.
ΜΙΚΡΟΚΕΦΑΛΙΑ. Η παθολογικά μικρού μεγέθους κεφαλή.
ΜΙΚΡΟΚΟΚΚΟΣ. Κοκκοειδές βακτηρίδιο.
ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ.
ΜΙΚΡΟΚΥΤΤΑΡΑΙΜΙΑ. Παθολογική κατάσταση του αίματος όπου επικρατούν στο αίμα τα μικροκύτταρα.
ΜΙΚΡΟΚΥΤΤΑΡΟ. Ατροφικό αιμοσφαίριο.
ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ. Οπτικό όργανο με δυνατότητα να αυξάνει το μέγεοθος μικρών αντικειμένων με τη βοήθεια μεγεθυντικών φακών.
ΜΙΚΡΟΣΠΟΡΟΝ. Ομάδα μυκήτων υπέυθυνοι για την μυκητίαση του τριχωτού της κεφαλής.
ΜΙΚΡΟΦΑΓΑ. Λευκά αιμοσφαίρια που καταστρέφουν τα μικρόβια.
ΜΙΚΡΟΦΘΑΛΜΙΑ. Παθολογική κατάσταση όπου ο βολβός του οφθαλμού είναι πολύ μικρός.
ΜΙΚΡΙΦΙΛΑΡΙΑ.
ΜΙΚΡΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ. Κλάδος της χειρουργικής όπου απαιτείται η χρήση χειρουργικού μικροσκοπίου.
ΜΙΚΡΟΨΙΑ. Κατάσταση κατά την οποία τα αντικείμενα φαίνονται μικρότερα από το φυσιολογικό τους μέγεθος.
ΜΙΝΟΚΥΚΛΙΝΗ. Τετρεκυκλίνη μακράς δράσης.
ΜΙΤΟΧΟΝΔΡΙΑ. Ραβδοειδή σωμάτια που βρίσκονται στα κύτταρα.
ΜΙΤΡΟΕΙΔΗΣ ΒΑΛΒΙΔΑ. Η βαλβίδα που βρίσκεται στο στόμιο μεταξύ αριστερού κόλπου και αριστερής κοιλίας.
ΜΙΤΡΟΕΙΔΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ. Παθολογική κατάσταση της μιτροειδούς βαλβίδος, όπου επιτρέπεται η επιστροφή αίματος από τον αριστερή κοιλία στον αριστερό κόλπο.
ΜΙΤΡΟΕΙΔΗΣ ΣΤΕΝΩΣΗ. Παθολογική κατάσταση στένωσης της μιτροειδούς βαλβίδος.
ΜΙΤΩΣΗ. Η διαδικασία διαίρεσης των κυττάρων.
ΜΟΛΥΒΔΙΑΣΗ. Δηλητηρίαση από μόλυβδο.
ΜΟΛΥΒΔΟΣ. Χημικό στοιχείο από τα μέταλλα, όπου στην ιατρική έχουν σημασία τα άλατα του μολύβδου.
ΜΟΛΥΝΣΗ. Μετάδοση παθογόνου μικροβίου σε κάποιον οργανισμό.
ΜΟΛΥΝΩ. Μεταδίδω παθογόνα μικρόβια.
ΜΟΛΥΣΜΑ. Παθογόνο μικρόβιο.
ΜΟΛΥΣΜΑΤΙΚΟΣ. Αυτός που μολύνει, ο μεταδοτικός.
ΜΟΛΥΣΜΑΤΙΚΟ ΚΗΡΙΟΝ. Λοιμώδης δερματοπάθεια.
ΜΟΝΑΔΑ ΕΝΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ.
ΜΟΝΙΛΙΑΣΗ. Μυκητιασική λοίμωξη που οφείλεται σε candida albicans.
ΜΟΝΟΓΕΝΕΣΗ. Η αυτόματη διαίρεση μονοκύτταρου ζώου και η γένεση νέου οργανισμού.
ΜΟΝΟΚΛΩΝΙΚΑ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ. Αντισώματα που παρασκευάζονται τεχνιτά.
ΜΟΝΟΚΥΤΤΑΡΑ. Τύπος λευκού αιμοσφαιρίου.
ΜΟΝΟΠΛΗΓΙΑ. Παράλυση ενός μέλους του σώματος.
ΜΟΝΟΠΥΡΗΝΩΣΗ. Οξεία ιογενής λοίμωξη.
ΜΟΝΟΣΑΚΧΑΡΙΔΗ. Σάκχαρο.
ΜΟΝΩΝΥΧΟ. Το μονόχηλο ζώο, βλ. μώνυχο.
ΜΟΡΦΙΝΗ. Αλκαλοειδές του όπιου.
ΜΟΣΧΕΥΜΑ.
ΜΟΤΙΛΙΝΗ. Ορμόνη που έχει σχέση με το δωδεκαδάκλυλο και τη νήστιδα.
ΜΠΕΡΙ-ΜΠΕΡΙ. Πάθηση από έλλειψη βιταμίνης Β.
ΜΥΑΛΓΙΑ. Πόνος των μυών.
ΜΥΑΛΟ. Εγκέφαλος.
ΜΥΑΣΘΕΝΕΙΑ. Πάθηση με μυϊκή αδυναμία και τάση κόπωσης στην παραμικρή προσπάθεια.
ΜΥΓΑ ΤΣΕ-ΤΣΕ. Αφρικάνικη μύγα του γένους Glossina.
ΜΥΔΡΙΑΣΗ. Παθολογική διαστολή της κόρης του οφθαλμού.
ΜΥΕΛΙΝΗ. Συστατικό του μυελώδους ελύτρου του νευρίτη.
ΜΥΕΛΙΤΙΔΑ. Αλλοίωση της ιστολογικής υφής του νωτιαίου μυελού.
ΜΥΕΛΟΓΡΑΦΙΑ. Η λήψη ακτινογραφία του νωτιαίου μυελου και της σπονδυλικής στήλης με χρήση ακτινοσκιερής ουσίας.
ΜΥΕΛΟΚΥΤΤΑΡΟ. Κύτταρο του μυελού των οστών.
ΜΥΕΛΟΜΑΛΑΚΙΑ. Μαλάκυνση του νωτιαίου μυελού.
ΜΥΕΛΟΜΑΤΩΣΗ. Κακοήθης διαταραχή των κυττάρων του πλάσματος.
ΜΥΕΛΟΣ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ. Η λιπώδης ουσία στο κοίλο των οστών.
ΜΥΕΛΩΔΗΣ. Το έσω τμήμα ενός οργάνου ή οστού.
ΜΥΕΣ.
ΜΥΪΚΗ ΔΥΣΤΡΟΦΙΑ. Κληρονομική πάθηση με μυϊκή αδυναμία και απώλεια βάρους.
ΜΥΪΤΙΔΑ. Παθολογική αλλοίωση των μυϊκών ιστών.
ΜΥΚΗΤΙΑΣΗ. Όνομα πάθησης που οφείλεται σε παθογόνο μύκητα.
ΜΥΚΗΤΙΑΣΙΚΕΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ. Ομάδες μυκήτων που προσβάλλουν τον άνθρωπο.
ΜΥΚΗΤΟΕΙΔΗΣ. Όμοιος με μύκητα.
ΜΥΚΗΤΩΔΗΣ. Γεμάτος μύκητες.
ΜΥΚΗΤΩΣΗ. Παθολογική κατάσταση σχηματισμού μυκήτων σε διάφορα σημεία του σώματος.
ΜΥΚΟΒΑΚΤΗΡΙΔΙΟ. Ραβδοειδές μικρόβιο Gram +.
ΜΥΚΟΠΛΑΣΜΑ. Μικροοργανισμός που δεν έχει σκληρό κυτταρικό τοίχωμα.
ΜΥΞΑΔΕΝΑΣ. Η υπόφυση του εγκεφάλου.
ΜΥΞΑΔΕΝΙΑ. Πάθηση του μυξαδένα.
ΜΥΞΟΙΔΗΜΑ. Παθολογική κατάσταση του θυρεοειδούς αδένα λόγω υπολειτουργίας του.
ΜΥΞΟΪΟΙ. Οι ιοί της ινφλουέντζας Α, Β, C και 10 ιοί της παραϊνφλουέντζας 1 μέχρι 3.
ΜΥΞΩΜΑ. Όγκος από ατελή συνδετικό ιστό.
ΜΥΟΓΟΝΟΣ. Ο παράγων μυϊκό ιστό.
ΜΥΟΓΡΑΦΗΜΑ. Καταγραφή των μυϊκών συστολών.
ΜΥΟΚΑΡΔΙΟ. Το μυϊκό τοίχωμα της καρδιάς.
ΜΥΟΚΑΡΔΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του μυοκαρδίου.
ΜΥΟΚΛΟΝΟΣ. Βραχεία και απότομη μυϊκή σύσπαση.
ΜΥΟΛΟΓΙΑ. Τμήμα της ιατρικής που ασχολείται με το μυϊκό σύστημα.
ΜΥΟΜΗΤΡΙΟ. Ο μυϊκός χιτώνας του τοιχώματος της μήτρας.
ΜΥΟΠΑΘΕΙΑ. Ονομασία που αφορά τις μυϊκές παθήσεις.
ΜΥΟΠΛΑΣΜΑ. Το πρωτόπλασμα των μυϊκών κυττάρων.
ΜΥΟΣΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή ενός μυός.
ΜΥΟΣΦΑΙΡΙΝΗ. Η πρωτεϊνη που δίνει το ερυθρό χρώμα στους μύες.
ΜΥΟΣΦΑΙΡΙΝΟΥΡΙΑ. Η περουσία μυοσφαιρίνης στα ούρα.
ΜΥΟΤΟΜΙΑ. Τομή των μυών.
ΜΥΟΤΟΜΟΣ. Ειδικό όργανο για την τομή των μυών.
ΜΥΟΤΟΝΙΑ. Κατάσταση όπου οι μύες συσπόνται πολύ αργά.
ΜΥΟΧΑΛΑΡΩΤΙΚΑ. Ομάδα φαρμάκων που προκαλούν μερική ή πλήρη παράλυση των σκελετικών μυών.
ΜΥΡΙΓΓΟΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση σε σπάσιμο της τυμπανικής μεμβράνης του ωτός.
ΜΥΣ.
ΜΥΣΗ. Σύσπαση της κόρης του οφθαλμού.
ΜΥΩΜΑ. Όγκος που αποτελείται από μυϊκές ίνες.
ΜΩΛΩΠΕΣ. Πρήξιμο, μελάνιασμα σε διάφορα σημεία του δέρματος από κακώσεις χωρίς ανοιχτά τραύματα.
ΜΩΛΩΠΙΖΩ. Προξενώ μώλωπες.
ΜΩΝΥΧΑ. Τα μονόχηλα ζώα.