ΛΕΞΙΚΟ Λ,λ
ΛΑΒΙΔΑ. Χειρουργικό εργαλείο.
ΛΑΒΥΡΙΝΘΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή του λαβύρινθου του αυτιού.
ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ. Το εσωτερικό τμήμα του αυτιού που σχετίζεται με την ισορροπία και την αντίληψη του χώρου
ΛΑΓΟΝΙΟ. Το ανώτερο οστό που με το ισχίο και το ηβικό σχηματίζει το ανώνυμο οστό.
ΛΑΓΟΠΟΔΑ. Αναφέρεται σε ομάδα πτηνών που έχουν πόδια όμοια με αυτά του λαγού.
ΛΑΓΟΦΘΑΛΜΙΑ. Πάθηση των οφθαλμών και συγκεκριμένα των βλεφάρων.
ΛΑΓΟΦΘΑΛΜΟΣ. Αυτός που πάσχει από λαγοφθαλμία.
ΛΑΓΟΧΕΙΛΙΑ.
ΛΑΓΟΧΕΙΛΟΣ.
ΛΑΘΡΟΘΗΡΙΑ. Παράνομο κυνήγι, χωρίς νόμιμη άδεια.
ΛΑΘΡΟΘΗΡΩ. Κυνηγώ παράνομα.
ΛΑΙΜΟΣ. Είναι το σύνολο του τραχήλου, της στοματικής κοιλότητας και φάρυγγα.
ΛΑΙΜΟΤΟΜΩ. Κόβω το λαιμό.
ΛΑΚΤΟΖΗ. Το σάκχαρο του γάλακτος.
ΛΑΜΑ. Ζώο που μοιάζει με προβατοκάμηλο.
ΛΑΜΒΛΙΑΣΗ. Παρασίτωση από το πρωτόζωο Giardia lamblia.
ΛΑΝΟΛΙΝΗ. Ουσία που προέρχεται από το μαλλί του προβάτου και βρίσκει εφαρμογεί στην αντιμετώπιση τοπικής δερματίτιδας.
ΛΑΠΑΡΟΣΚΟΠΙΣΗ. Διαγνωστική τεχνική, τεχνική λήψης υλικού για βιοψία και εφαρμογή μικρών χειρουργικών επεμβάσεων για την περιοχή της κοιλιακής χώρας.
ΛΑΠΑΡΟΣΚΟΠΙΟ. Ειδικό όργανο για την εφαρμογή λαπαροσκόπισης.
ΛΑΠΑΡΟΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση διάνοιξης των κοιλιακών τοιχωμάτων.
ΛΑΡΥΓΓΑΣ.
ΛΑΡΥΓΓΕΚΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης του λάρυγγα.
ΛΑΡΥΓΓΙΣΜΟΣ. Σπασμωδική συστολή των μυών του λάρυγγα.
ΛΑΡΥΓΓΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή του λάρυγγα από ιογενή ή μικροβιακή λοίμωξη.
ΛΑΡΥΓΓΟΓΡΑΦΙΑ. Ανατομική περιγραφή του λάρυγγα.
ΛΑΡΥΓΓΟΛΟΓΙΑ. Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις του λάρυγγα.
ΛΑΡΥΓΓΟΠΑΘΕΙΑ. βλ. λαρυγγίτιδα.
ΛΑΡΥΓΓΟΠΛΗΓΙΑ -ΞΙΑ. Παράλυση του λάρυγγα.
ΛΑΡΥΓΓΟΡΡΑΓΙΑ. Αιμορραγία του λάρυγγα.
ΛΑΡΥΓΓΟΣΚΟΠΗΣΗ. Διαγνωστική μέθοδος εξάτασης του λάρυγγα.
ΛΑΡΥΓΓΟΣΚΟΠΙΟ. Ειδικό όργανο για την εφαρμογή της λαρυγγοσκόπησης.
ΛΑΡΥΓΓΟΣΠΑΣΜΟΣ. Νευρική σύσπαση του λάρυγγα.
ΛΑΡΥΓΓΟΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση διάνοιξης του λάρυγγα.
ΛΑΡΥΓΓΟΤΟΜΟΣ. Ειδικό όργανο για την εφαρμογή της λαρυγγοτομίας.
ΛΑΡΥΓΓΟΤΡΑΧΕΙΪΤΙΔΑ. Φλεγμονή λάρυγγα και τραχείας.
ΛΑΡΥΓΓΟΤΡΑΧΕΙΟΒΡΟΓΧΙΤΙΔΑ. Ιογενής λοίμωξη της αναπνευστικής οδού.
ΛΑΣΕΛΙΝΗ. Ουσία με βράση μυδριατική.
ΛΑΧΝΗ. Νηματοειδής προεξοχή.
ΛΕΪΖΕΡ.
ΛΕΙΟΣ ΜΥΣ. Μυς που υπάγεται στον έλεγχου του κεντρικού νευρικού συστήματος, ακουσίως.
ΛΕΪΣΜΑΝΙΑΣΗ.
ΛΕΙΧΗΝΑ.
ΛΕΙΧΗΝΩΣΗ. Παθολογική κατάσταση του δέρματος.
ΛΕΙΧΩ. Γλείφω.
ΛΕΙΩΜΕΙΩΜΑ. Όγκος από λείες μυϊκές ίνες.
ΛΕΚΑΝΗ. Πύελος.
ΛΕΚΙΘΙΝΗ. Πολίπλοκο λίποσ που βρίσκεται στον εγκέφαλο και στα νεύρα.
ΛΕΚΙΘΟΣ. Το υλικό ενός ώριμου ωαρίου εκτός από τον πυρήνα.
ΛΕΜΦΑΓΓΕΙΑ. Τα αγγεία που μεταφέρουν την λέμφο.
ΛΕΜΦΑΓΓΕΙΕΚΤΑΣΙΑ. Διάταση λόγω νεύρωσης των λεμφικών αγγείων.
ΛΕΜΦΑΓΓΕΙΪΤΙΔΑ. Η φλεγμονή των λεμφικών αγγείων.
ΛΕΜΦΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑ. Η ακτινογράφηση των λεμφαγγείων και των λεμφαδένων με τη βοήθεια ακτινοσκιερής ουσίας.
ΛΕΜΦΑΓΓΕΙΩΜΑ. Όγκος καλοήθης του λεμφικού συστήματος.
ΛΕΜΦΑΔΕΝΕΣ.
ΛΕΜΦΑΔΕΝΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή των λεμφικών αγγείων.
ΛΕΜΦΑΔΕΝΩΜΑ. Η πάθηση Hodgkin.
ΛΕΜΦΑΤΙΚΟΣ. Αυτός που πάσχει από λεμφατισμό.
ΛΕΜΦΑΤΙΣΜΟΣ. Καχεξία του οργανισμού λόγω υπερβολικής ανάπτυξης του λεμφικού συστήματος.
ΛΕΜΦΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. Το σύνολο α) των αγγείων, μέσω των οποίων κυκλοφορεί η λέμφος και β) των αδένων που παράγουν τα λεμφοκύτταρα.
ΛΕΜΦΟΑΓΑΓΓΛΙΟ. Λεμφαδένας.
ΛΕΜΦΟΓΟΝΟΣ. Αυτός που παράγει λέμφο.
ΛΕΜΦΟΕΙΔΗΣ. Ο όμοιος με λέμφο ήλεμφικό αδένα.
ΛΕΜΦΟΕΙΔΗΣ ΙΣΤΟΣ. Ο ιστός ο οποίος αποτελείται από λεμφαδένες, θύμο αδένα, σπλήνα, αμυγδαλές.
ΛΕΜΦΟΙΔΗΜΑ. Οίδημα λόγω απόφραξης των λεμφαγγείων.
ΛΕΜΦΟΚΗΛΗ. Η διόγκωση λεμφικού αγγείου.
ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΟ. Λευκό αιμοσφαίριο.
ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΣΗ. Αύξηση των λεμφοκυττάρων στο αίμα.
ΛΕΜΦΟΣ. Το περιεχόμενο των λεμφαγγείων.
ΛΕΜΦΟΣΑΡΚΩΜΑ. Κακοήθης ανάπτυξη των λεμφοειδών στοιχείων του σώματος.
ΛΕΜΦΟΦΟΡΟΣ. Ο μεταφέρων λέμφο.
ΛΕΜΦΩΜΑ. Κακοήθης ανάπτυξη του λεμφοειδούς ιστού.
ΛΕΜΦΩΣΗ. Σχηματισμός λέμφου.
ΛΕΠΤΟΜΗΝΙΓΓΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή χορειόδους μήνιγγος εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού.
ΛΕΠΤΟΡΡΕΥΣΤΟ. Αραιό, που περιέχει λίγες λιπαρές ουσίες.
ΛΕΠΤΟΣΠΕΙΡΑ.
ΛΕΠΤΟΣΠΕΙΡΩΣΗ.
ΛΕΠΤΟΦΥΗΣ. Ο λεπτής κατασκευής.
ΛΕΥΚΗ. Παθολογική κατάσταση του δέρματος με λεύκανση κατά περιοχές.
ΛΕΥΚΗ ΓΡΑΜΜΗ. Γραμμή από ινώδη ιστό στη μέση γραμμή της κοιλίας.
ΛΕΥΚΙΝΗ. Αμινοξύ απαραίτητο που λαμβάνεται με την διατροφή.
ΛΕΥΚΟΔΕΡΜΙΑ. Παθολογική κατάσταση με ελάττωση της χρωστικής του δέρματος.
ΛΕΥΚΟΚΥΤΤΑΡΑ. Τα λευκά αιμοσφαίρια του αίματος.
ΛΕΥΚΟΚΥΤΤΑΡΑΙΜΙΑ. βλ. λευκοκυττάρωση.
ΛΕΥΚΟΚΥΤΤΑΡΩΣΗ. Αύξηση του αριθμού των πολυμορφοπηρύνων λευκοκυττάρων του αίματος. Λευχαιμία.
ΛΕΥΚΟΜΑΤΟΥΡΙΑ. βλ. λευκωματουρια.
ΛΕΥΚΟΜΥΕΛΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή των λευκών ταινιών του νωτιαίου μυελού.
ΛΕΥΚΟΠΕΝΙΑ. Η ελάττωση του αριθμού των λευκοκυττάρων στο αίμα.
ΛΕΥΚΟΠΛΑΚΙΑ. Εμφάνιση λευκής πλάκας σε βλεννογόνους λόγω υπερπλασίας ιστών.
ΛΕΥΚΟΦΑΙΟΣ. Σταχτόχρωμος.
ΛΕΥΚΩΜΑΤΑ. Οργανική ουσία των κυττάρων, υδατοδιαλυτές πρωτεϊνες, συστατικό της ζώσης ύλης.
ΛΕΥΚΩΜΑΤΟΕΙΔΗΣ. Αυτός που μιάζει σε σύσταση με λεύκωμα.
ΛΕΥΚΩΜΑΤΟΥΡΙΑ. Αποβολή λευκώματος με τα ούρα.
ΛΕΥΚΩΜΑΤΟΥΧΟΣ. Αυτός που περιέχει λεύκωμα.
ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ. Παθολογική κατάσταση με αυξημένο μόνιμα τον αριθμό των λευκοκυττάρων στο αίμα.
ΛΗΘΑΡΓΟΣ. Απώλεια ενέργειας, νάρκη, βαθής ύπνος.
ΛΗΘΑΡΓΙΚΟΣ. Αυτός που πάσχει από λήθαργο.
ΛΙΔΟΚΑΪΝΗ. Αναισθητικό με τοπική χρήση.
ΛΙΘΙΑΣΗ. Σχηματισμός λίθων σε διάφορα σημεία ή όργανα του σώματος.
ΛΙΘΙΟΥ ΑΛΑΤΑ. Φάρμακα με εφαρμογή στις διανοητικές νόσους.
ΛΙΘΟΙ. Συγκεντρώσεις ανόργανου υλικού.
ΛΙΘΟΜΥΛΗ. Ειδικό εργαλείο συντριβής λίθων.
ΛΙΘΟΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση λίθου.
ΛΙΘΟΤΡΥΨΙΑ. Διάλυση του λίθου εξωσωματικά.
ΛΙΜΟΚΤΟΝΙΑ. Θάνατος από στέρηση τροφής.
ΛΙΜΟΚΤΟΝΩ. Στερούμαι τα βασικά για την επιβίωση.
ΛΙΠΑΙΜΙΑ. Μεγάλη ποσότητα λίπους στο αίμα.
ΛΙΠΑΣΗ. Ένζυμο που διασπά τα λίπη.
ΛΙΠΙΔΙΟ.
ΛΙΠΟΒΑΡΕΣ. Ζώο που έχει μειωμένο βάρος, αδύνατο.
ΛΙΠΟΓΟΝΙΑ. Εναπόθεση λίπους στον οργανισμό.
ΛΙΠΟΔΥΣΤΡΟΦΙΑ. Κακή κατανομή λιπόδους ιστού στον οργανισμό.
ΛΙΠΟΕΙΔΗΣ. Ο όμοιος με το λίπος, περιέχει λίπος.
ΛΙΠΟΘΥΜΙΑ. Παροδική απώλεια συνείδησης και κινητικότητας.
ΛΙΠΟΚΗΛΗ. Πρόπτωση λιπώδους ιστού, μέσω στομίου κυρίως στην κοιλιακή κοιλότητα.
ΛΙΠΟΛΥΣΗ. Η χημική αποσύνθεση λιπαρών ουσιών στο ένταρο.
ΛΙΠΟΛΥΤΙΚΟΣ. Αυτός που διαλύει, διασπά το λίπος.
ΛΙΠΟΜΕΛΕΙΑ. Απουσία μέλους του σώματος.
ΛΙΠΟΣ. Μείγμα στεατικού, παλμιτικού και ελαϊκού οξέος συνδιασμένο με γλυκερίνη.
ΛΙΠΟΣΑΡΚΙΑ. Ισχνότητα, αδυνάτισμα.
ΛΙΠΟΣΑΡΚΟΣ. Ο αδύνατος
ΛΙΠΟΣΑΡΚΩΜΑ. Κακοήθης όγκος λιπωδους ιστού.
ΛΙΠΟΣΩΜΑΤΙΑ. Λεπτότατες λιπώδης σταγόνες απόσ τρώματα λιπωδους ιστού.
ΛΙΠΟΧΟΝΔΡΟΔΥΣΤΡΟΦΙΑ. Σπάνια πάθηση από έλλειψη ενός ενζύμου.
ΛΙΠΩΔΗΣ ΕΚΦΥΛΙΣΗ. Εμφάνιση κοκκίων λίπους στο σώμα του κυττάρου.
ΛΙΠΩΔΗΣ ΙΣΤΟΣ. Ποικιλία ίνώδους ιστού.
ΛΙΠΩΔΗΣ ΝΕΚΡΩΣΗ. Θάνατος των λιποκυττάρων λόγω φλεγμονής του παγκρέατος.
ΛΙΠΩΜΑ. Όγκος που το κύριο συστατικό είναι το λίπος.
ΛΙΣΤΕΡΙΑΣΗ. Νόσος που οφείλεται στη listeria monocytogenes.
ΛΙΦΑΙΜΙΑ. βλ. λιπαιμία.
ΛΟΒΕΚΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβση αφαίρεσης λοβού κάποιου όργανου.
ΛΟΒΙΟ. Υποδιαίρεση του λοβού.
ΛΟΒΟΣ. Υποδιαίρεση ενός οργάνου.
ΛΟΒΟΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαση αποκοπής των νευρικών ενώσεων μεταξύ των μετωπιαίων λοβών και του εγκαφάλου.
ΛΟΙΜΟΓΟΝΟΣ ΔΡΑΣΗ. Η δύναμη των ιών ή των μικροβίων στην πρόκληση μιας νόσου.
ΛΟΙΜΩΔΗΣ.
ΛΟΙΜΩΞΗ. Η διαδικασία μετάδοσης μιας πάθησης από το ένα άτοαμα στο άλλο, μέσω ενός μικροοργανισόύ.
ΛΟΞΥΓΓΑΣ. Σπασμωδική σύσπαση του διαφράγματος.
ΛΟΧΕΙΑ. Η χρονική περίοδος από τον τοκετό μέχρι πλήρους αποκαταστάσεως της υγείας της μάνας.
ΛΟΧΙΑ. Τα υγρά του κόλπου τις πρώτες ημέρες μετά τη γέννα.
ΛΥΚΟΣ. Ομάδα δερματοπαθειών με βαρειά πρόγνωση
ΛΥΚΟΣΤΟΜΑ.
ΛΥΜΦΑΤΙΚΟΣ. βλ. λεμφατικός.
ΛΥΜΦΗ. βλ.λέμφος.
ΛΥΣΗ. Το αντίθετο της κρίσης, αποδρομή.
ΛΥΣΙΝΗ. Αμινοξύ της πρωτεϊνης του γάλακτος.
ΛΥΣΟΖΥΜΗ. Ουσία με βακτηριοκτόνο δράση που βρίσκεται στο σίελο και τα δάκρυα.
ΛΥΣΟΛΗ. Ουσία με αντισηπτική δράση.
ΛΥΣΣΑ.
ΛΥΣΣΙΑΖΩ. Πάσχω από λύσσα.
ΛΥΣΣΙΑΤΡΕΙΟ. Ειδικό νοσοκομείο για δαγκωμένους από λύσσα.
ΛΥΣΣΟΔΗΚΤΟΣ. Ο δαγκωμένος από σκύλο που νοσεί από λύσσα.
ΛΥΣΣΩ. βλ. λυσσιάζω.
ΛΩΡΟΣ.