ΛΕΞΙΚΟ Κ,κ

 

ΚΑΖΕΪΝΗ. Μέρος του γάλακτος υπεύθυνο για το τυρί καο ξυνόγαλα.

ΚΑΘΑΡΟΑΙΜΟ. Το ζώο που προέρχται από αναπαραγωγή γονέων της ίδιας ράτσας.

ΚΑΘΑΡΤΙΚΟ. Ομάδα φαρμακευτικών ουσιών που χρησιμοποιούνται για να επιφέρουν κένωση του εντέρου. 

ΚΑΘΕΤΗΡΑΣ. Ειδικοί κοίλοι σωλήνες αυστηρά αποστειρωμένοι ποι μπαίνουν σε κοιλότητες ή όργανα για θεραπευτικούς σκοπούς.

ΚΑΘΕΤΗΡΙΑΖΩ. Εφαρμόζω καθετηρίαση.

ΚΑΘΕΤΗΡΙΑΣΗ. Εισαγωγή καθετήρα σε κοιλότητα για εξέταση, λήψη και απομάκρυνση υγρού.

ΚΑΘΕΤΗΡΙΑΣΜΟΣ. βλ. καθετηρίαση. 

ΚΑΘΙΔΡΟΣ. Ο γεμάτος ιδρώτα.

ΚΑΘΙΖΖΑΝΩ. Κατακάθομαι, κατέρχομαι.

ΚΑΘΙΖΗΣΗ. Συσσώρευση του ιζήματος στον πυθμένα.

ΚΑΙΣΑΡΙΚΗ ΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαση με διάνοιξη της κοιλίας για την απομάκρυνση εμβρύου από τη μήτρα.

ΚΑΚΟΓΕΝΝΗ. Η δύστοκος.

ΚΑΚΟΗΘΗΣ. Βαρειάς μορφής, ανίατη πάθηση.

ΚΑΚΟΗΘΗΣ ΑΝΑΙΜΙΑ. Αυτοάνοσο νόσημα με καταστροφή των τοιχωματικών κυττέρων του στομάχου.

ΚΑΚΟΗΘΗΣ ΟΓΚΟΣ. Αυτός που αναπτύσσεται γρήγορα με διήθηση σε υγιείς ιστούς

ΚΑΚΟΗΘΗΣ ΥΠΕΡΘΕΡΜΙΑ. Σπάνια διαταραχή που παρατηρείται κατά την διάρκεια της γενικής αναισθησίας.

ΚΑΚΟΠΛΑΣΙΑ. Ατελής διάπλαση

ΚΑΚΟΣΙΤΙΑ. Κακή διστροφή

ΚΑΚΟΣΜΙΑ. Η δυσοσμία.

ΚΑΚΟΥΧΙΑ. Αόριστο σύμπτωμα σωματικής ταλαιπωρείας.

ΚΑΚΟΦΥΪΑ. Κακή σωματική διάπλαση.

ΚΑΚΩΣΗ. Ελαφράς μορφής σωματική βλάβη.

ΚΑΛΑ-ΑΖΑΡ. βλ. λεϊσμανίαση.

ΚΑΛΙΟ. Μέταλλο τα άλατα του οποίου χρησιμοποιούνται στην ιατρική.

ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ. Εξέταση σωματικών εκκρίσεων που τοποθετούνται σε θρεπτικά υλικά και επωάζονται για 24 ή 48 ώρες.

ΚΑΛΟΗΘΗΣ. Ήπιος, αβλαβής.

ΚΑΛΟΣ. Τοπική πύκνωση της επιδερμίδας.

ΚΑΛΣΙΤΟΝΙΝΗ. Ορμόνη που μειώνει το ασβέστιο στο αίμα και παράγεται στον θυρεοειδή αδένα. 

ΚΑΛΣΙΦΕΡΟΛΗ. Κρυσταλλική ουσία με δράση παρόμοια με τις βιταμίνες D.

ΚΑΛΥΚΟΕΙΔΗ ΚΥΤΤΑΡΑ. Κύτταρα του επιθηλίου της αναπνευστικής και της πεπτικής οδού με εκκριτική δραστηριότητα.

ΚΑΛΥΞ. Κοιλότητα της νεφρικής πυέλου.

ΚΑΜΠΗ. Η κάμψη οργάνου ή τμήματος του σώματος.

ΚΑΜΤΗΡΑΣ. Ο μυς που προκαλεί κάμψη.

ΚΑΜΠΥΛΟΒΑΚΤΗΡΙΔΙΟ. Μικροοργανισμοί των ενσταυλισμένων και των κατοικιδίων ζώων και πιθανά να μεταδίδεται στον άνθρωπο.

ΚΑΜΦΟΡΑ. Ουσία που χρησιμοποιείται για επαλείψεις.

ΚΑΝΑΜΥΚΙΝΗ. Αντιβιοτικό που παράγεται από τον Streptomyces Kanamyceticus.

ΚΑΝΘΟΣ. Η γωνία μεταξύ των βλεφάρων του οφθαλμού. 

ΚΑΟΛΙΝΗ. Ουσία με χρήση σε μορφές δερματικού ερεθισμού. 

ΚΑΟΛΙΝΩΣΗ. Μορφή πνευμονιοκονίασης. 

ΚΑΡΒΑΡΥΛΙΟ. Εντομοκτόνο.

ΚΑΡΒΑΧΟΛΗ. Φάρμακο που διεγείρει το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα.

ΚΑΡΒΙΜΑΖΟΛΗ. Φάρμακο για τη θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού.

ΚΑΡΒΙΛΙΚΟ ΟΞΥ. Η πρόδρομη ουσία όλων των αντισηπτικών.

ΚΑΡΔΙΑ. Κοίλος μυς, όργανο της κυκλοφορίας του αίματος.

ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. Αφορά όλο το κυκλοφορικό σύστημα (καρδιά, συστηματική και πνευμονική κυκλοφορία).

ΚΑΡΔΙΑΛΓΙΑ. Πόνος στην καρδιά.

ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΑΚΟΠΗ. Διακοπή της συστολής της καρδιάς.

ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ. Επαναφορά της καρδιακής λειτουργίας σε φυσιολογικό ρυθμό.

ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΜΑΛΑΞΗ. Η διαδικασία επαναφοράς της καρδιακής λειτουργίας μετά από ανακοπή.

ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΩΣΗ. Ο κτύπος της κορυφής της καρδιάς.

ΚΑΡΔΙΑΚΟΣ ΕΠΙΠΩΜΑΤΙΣΜΟΣ. Άθροιση υγρού στο περικάρδιο και συμπίεση της καρδιάς.

ΚΑΡΔΙΑΚΟΣ ΚΑΘΕΤΗΤΙΑΣΜΟΣ. Διαγνωστική μέθοδος με χρήση καθετήρα στην καρδιά για έλεγχο της ροής του αίματος, της πίεσης, τον όγκο του παλμού κ.α.

ΚΑΡΔΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ. Οι κινήσεις της καρδιάς σε όλο το φάσμα μιας καρδιακής συστολής.

ΚΑΡΔΙΑΚΟΣ ΜΥΣ. Ο μυς που αποτελείται από τα τοιχώματα τωνκαρδιακών κόλπων και καρδιακών κοιλιών.

ΚΑΡΔΙΑΚΟΣ ΟΓΚΟΣ ΠΑΛΜΟΥ. Ο όγκος του αίματος που φεύγει από τις κοιλίες σε κάθε συστολή.

ΚΑΡΔΙΑΤΕΛΕΙΑ. Κατάσταση κατά την οποία η διάπλαση της καρδιάς είναι ατελής.

ΚΑΡΔΙΕΚΤΑΣΙΑ. Παθολογική κατάστασηση με διεύρυνση των καρδιακών κοιλοτήτων και διαπλάτυνση των καρδιακών στομίων. 

ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΑ. Κλάδος της ιατρικής επιστήμης που ασχολείται με την καρδιά (παθήσεις, θεραπείες).

ΚΑΡΔΙΟΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ακτινογραφική απεικόνιση του καρδιακού περιγράμματος μετά από εγχυση ακτινοσκιερής ουσίας.

ΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΗΜΑ. Το διάγραμμα καταγραφής των συστολικών κινήσεων της καρδιάς μέσω καρδιογράφου.

ΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΙΑ. Μέθοδος εξέτασης της καρδιάς μέσω καρδιογράφου.

ΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΟΣ. Ειδικό όργανο καταγραφής των συστολών της καρδιάς.

ΚΑΡΔΙΟΚΗΛΗ. Πρόπτωση της καρδιάς.

ΚΑΡΔΙΟΜΑΛΑΚΙΑ. Παθολογική κατάσταση κατά την οποία υπάρχει μαλάκυνση των μυϊκών ινών της καρδιάς.

ΚΑΡΔΙΟΜΥΟΠΑΘΕΙΕΣ. Παθήσεις του μυοκαρδίου.

ΚΑΡΔΙΟΠΑΘΕΙΑ. Γενικός όρος που αφορά τα καρδιακά νοσήματα.

ΚΑΡΔΙΟΠΕΡΙΚΑΡΔΙΤΙΔΑ. Ταυτόχρονη φλεγμονή της καρδιάς και του περικαρδίου.

ΚΑΡΔΙΟΠΛΗΞΙΑ. Τραυματισμός, πτώση, παράλυση της καρδιάς.

ΚΑΡΔΙΟΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗ. Προσωρινή αντικατάσταση με τη βοήθεια ειδικού μηχανήματος της αιματικής λειτουργίας της καρδιάς.

ΚΑΡΔΙΟΣΠΑΣΜΟΣ. Σύσπαση του μυός που περιβάλλει το στομίο του οισοφάγου στο στομάχι.

ΚΑΡΔΙΟΡΡΑΓΙΑ. Αιμορραγία της καρδιάς.

ΚΑΡΔΙΟΡΡΗΞΙΑ. Ρήξη των καρδιακών τοιχωμάτων.

ΚΑΡΔΙΟΣΚΛΗΡΩΣΗ. Σκλήρυνση του καρδιακού ιστού.

ΚΑΡΔΙΟΤΟΜΙΑ. Ανατομία της καρδιάς, τομή επί της καρδιάς.

ΚΑΡΔΙΟΤΡΟΦΙΑ. Η θρέψη της καρδιάς.

ΚΑΡΚΙΝΟΓΕΝΕΣΗ. Ο τρόπος έναρξης και εξάπλωσης του καρκίνου.

ΚΑΡΚΙΝΟΛΟΓΙΑ. Τμήμα της ιατρικής επιστήμης που ασχολείται με τον καρκίνο.

ΚΑΡΚΙΝΟΜΑΤΩΣΗ. Η μετάδοση των καρκινικών κυττάρων σε άλλα τμήματα ή όργανα του σώματος (μετάσταση).

ΚΑΡΚΙΝΟΠΑΘΗΣ. Ο οργανισμός που πάσχει από καρκίνο.

ΚΑΡΚΙΝΟΣ. Ανάπτυξη κακοηθών όγκων στο σώμα.

ΚΑΡΚΙΝΩΜΑ. Μεγάλη κατηγορία παθήσεων με ανεξέλεγκτη κυτταρική διαίρεση και την δυνατότητα αυτών των νέων κυττάρων να εισβάλουν σε άλλα τμήματα και όργανα του οργανισμού. 

ΚΑΡΚΙΝΩΣΗ. Ανάπτυξη καρκίνου.

ΚΑΡΟΤΙΝΗ. Πρόδρομη ουσία της βιταμίνης Α. 

ΚΑΤΑΓΜΑ. Σπάσιμο, διακοπή στη συνέχεια ενός οστού.

ΚΑΤΑΓΜΑ ΑΤΕΛΕΣ. Όταν το οστό δεν έχει πλήρες εγκάρσιο σπάσιμο.

ΚΑΤΑΓΜΑ ΣΥΝΤΡΙΠΤΙΚΟ. Όταν το οστό έχει πολλά σπασίματα με ταυτόχρονη βλάβη σε αγγεία, νεύρα και μύες.

ΚΑΤΑΙΟΝΙΣΜΟΣ. Διαδικασία πλύσης με νερό διαφόρων τμημάτων του σώματος.

ΚΑΤΑΚΛΙΣΗ. Φλεγμαίνουσες περιοχές του δέρματος, λόγω μεγάλου χρονικού διαστήματος, υποχρεωτικής ακινησίας. 

ΚΑΤΑΚΡΑΤΗΣΗ ΟΥΡΩΝ. Δυσοκλία αποβολής των ούρων.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ. Όρος που χρησιμοποιείται στην ιατρική για να δηλωθεί ο θάνατος, το τέλος.

ΚΑΤΑΠΛΑΣΜΑ. Θεραπευτικό επιθεμα.

ΚΑΤΑΠΛΗΞΙΑ. Αναστολή των αντανακλαστικών κινήσεων του νευρικού συστήματος.

ΚΑΤΑΠΛΗΞΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΗ. Παθολογική κατάσταση οξείας κυκλοφορικής ανεπάρκειας, όπου ο όγκος του αίματος που στέλνουν οι κοιλίες της καρδιάς είναι κατά πολύ μικρότερος του απαιτούμενου για την τροφοδότηση των οργάνων του σώματος.

ΚΑΤΑΠΟΣΗ. Διαδικασία του καταπίνω.

ΚΑΤΑΠΟΤΙΟ. Το χάπι.

ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ. Γενικευμένη ελάττωση της έντασης των δυνάμεων.

ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ. Νόσος του οφθαλμού με οπτικές διαταραχές λόγω θόλωσης του φακού του οφθαλμού.

ΚΑΤΑΡΡΟΗ. Ο ερεθισμός των βλεννογόνων με παραγωγή άφθονης ποσότητας βλέννης.

ΚΑΤΑΡΡΟΥΣ. Παθολογική αύξηση της έκκρισης βλεννογόνου.

ΚΑΤΑΣΤΑΣΤΙΚΟΣ. Αφορά την ανασταλτική δράση νεύρων.

ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ. Η αντιμετώπιση της εξέληξης νιας νόσου.

ΚΑΤΑΤΕΜΑΧΙΣΜΟΣ. Ανώμαλη και κακοκομμένη πληγή στο δέρμα.

ΚΑΤΑΤΟΝΙΑ. Σύμπτωμα με περίεργες και μη φυσιολογικές στάσεις του σώματος και πιθανά ημικωματώδης κατάσταση.

ΚΑΤΕΧΟΛΑΜΙΝΕΣ. Ουσίες που παράγονται στο σώμα από τα αμινοξέα τυροσίνη και φαινυλαλανίνη και έχουν ρόλο νευροδιαβιβαστή.

ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΟ. Το ζώο του σπιτιού, το εξημερωμένο.

ΚΑΥΣΑΛΓΙΑ. Έντονος καυστικός πόνος με παράλληλη βλάβη των σωματικών και συμπαθητικών νεύρων.

ΚΑΥΣΤΙΚΟ. Ομάδα ουσιών που προκαλεί καταστροφή των μυών.

ΚΑΥΤΗΡΙΑΣΗ. Τεχνική που προκαλεί καταστροφή των μυών για θεραπευτικό σκοπό.

ΚΑΧΑΙΜΙΑ. Αλλοίωση, δηλητηρίαση του αίματος.

ΚΑΧΕΚΤΙΚΟΣ. Ο οργανισμός που πάσχει από καχεξία.

ΚΑΧΕΞΙΑ. Μεγάλη αδυναμία, απίσχναση λόγω σοβαρής πάθησης.

ΚΑΨΟΥΛΑ. Ειδική κατασκευή από ριζόχαρτο που περιέχει συγκεκριμένη δόση φαρμάκου.

ΚΕΝΟΤΟΠΙΟ. Διάστημα στο κυτταρόπλασμα των κυττάρων από αναδίπλωση της κυτταρικής μεμβράνης.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΦΛΕΒΙΚΗ ΠΙΕΣΗ. Ηπίεση του αίματος στον δεξιό κόλπο της καρδιάς.

ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. Περιλαμβάνει το νευρικό ιστό του ργκεφάλου και του νωτιαίου μυελού.

ΚΕΝΤΡΟ. Συλλογή κυττάρων στον εγκέφαλο που δίνει νευρικές ίνες και είναι υπεύθυνη για κάποιες ξεχωριστές λειτουργίες. 

ΚΕΡΑΣΦΟΡΟ. Το ζώο που έχει κέρατα.

ΚΕΡΑΤΙΖΩ. Ζώο που χτυπά με τα κέρατα.

ΚΕΡΑΤΙΝΗ. Οργανική ουσία της επιδερμιδας, των κεράτων και των νυχιών.

ΚΕΡΑΤΙΝΩΔΗΣ. Αυτός που αποτελείται από κερατίνη ουσία.

ΚΕΡΑΤΙΝΩΣΗ. Σχηματισμός πυκνού στρώματος κερατίνης.

ΚΕΡΑΤΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή του κερατοειδούς χιτώνα του οφθαλμού.

ΚΕΡΑΤΟΓΟΝΙΑ. Συνεχής ανανέωση της κερατίνης.

ΚΕΡΑΤΟΓΟΝΟΣ. Αυτός που παράγει κερατίνη ουσία.

ΚΕΡΑΤΟΔΕΣΜΙΑ. Παθολογική κατάσταση του δέρματος λόγω υπερτροφικής ανάπτυξης της κερατίνης στοιβάδας.

ΚΕΡΑΤΟΕΙΔΗΣ. Χιτώνας του οφθαλμού.

ΚΕΡΑΤΟΕΙΔΙΤΙΔΑ. βλ. κερατίτιδα.

ΚΕΡΑΤΟΕΠΙΠΕΦΥΚΙΤΙΔΑ. Ταυτόχρονη φλεγμονή κερατοειδούς χιτώνα και επιπεφυκότα.

ΚΕΡΑΤΟΛΥΣΗ. Αλλοίωση, φθορά της κερατίνης.

ΚΕΡΑΤΟΜΑΛΑΚΙΑ. Μαλάκυνση του κετατοειδούς χιτώνα του οφθαλμού, λόγω έλλειψης βιταμίνης Α.

ΚΕΡΑΤΟΠΛΑΣΤΙΚΗ. Χειρουργική επέμβαση τοποθέτησης μοσχεύματος κερατοειδούς.

ΚΕΡΑΤΟΣΚΟΠΙΑ. Διαγνωστική εξέταση του κερατοειδούς χιτώνα.

ΚΕΡΑΤΟΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση στον κερατοειδή χιτώνα.

ΚΕΡΑΤΩΣΗ. Παθολογική κατάσταση υπερανάπτυξης κερατώδους στρώματος του δέρματος.

ΚΕΡΚΙΔΑ. Οστό του πρόσθιου άκρου.

ΚΕΤΟΓΕΝΕΣΗ. βλ. κέτωση. 

ΚΕΤΟΚΟΝΑΖΟΛΗ. Αντιμυκητιασικό φάρμακο.

ΚΕΤΟΝΗ. Άκκηονομασία της ακετόνης.

ΚΕΤΟΝΟΥΡΙΑ. Παρουσία στα ούρα κετονικών σωμάτων.

ΚΕΚΡΙΜΙΔΙΟ. Μίγμα αλκυλικών βρωμιδίων της αμμωνίας, το γνωστό cetavlon.

ΚΕΦΑΛΟΣΠΟΡΙΝΕΣ. Ομάδα αντιβιοτικών με ευρύ φάσμα δράσης, μη τοξικά.

ΚΗΛΗ. Πρόπτωση οργάνου ή τμήματος οργάνου μέσω του τοιχώματος που το περιέχει.

ΚΗΛΙΔΕΣ. Περιοχές του δερματος χρώματος καφέ ή ερυθρού.

ΚΗΛΙΔΟΒΛΑΤΙΔΩΔΕΣ. Δερματικό εξάνθημα από κηλίδες και βλατίδες.

ΚΗΡΙΟΝ. Πυώδης μορφή τριχοφυτίασης.

ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΑΤΑΞΙΑ. Παθολογική κατάσταση όπου το ζώο παρουσιάζει ασυντόνιστες κινήσεις και βάδιασμα ασταθές.

ΚΙΝΙΝΕΣ. Ουσίες του οργανισμού με ισχυρή αγγειοδιασταλτική δράση.

ΚΙΡΡΩΣΗ. Παθολογική κατάσταση του ήπατος όπου ο φυσιολογικός ηπατικός ιστός αντικαθίσταται απο ινλωδη. 

ΚΙΤΡΙΚΗΔΙΕΦΥΛΚΑΡΒΑΜΑΖΙΝΗ. Πατάγωγο της πιπεραζίνης με αντιπαρασιτική δράση.

ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ. Οξεία ιογενής λοίμωξη που μεταδίδεται σε ανθρώπους και ζώα και οφείλεται σε ιό της οικογένειας arbovirus.

ΚΛΕΙΔΑ. Οστό του προσθίου άκρου.

ΚΛΕΙΤΟΡΙΔΑ.

ΚΛΕΜΨΙΕΛΑ. Μικρόβιο που βρίσκεται σε πεπτικές, αναπνευστικές και ουροφόρους οδούς στο΄ν άνθρωπο και τα ζώα. Είναι μικρόβιο Gram αρνητικό.

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΤΗΤΑ. Τα γονίδια που λαμβάνονται από τους γονείς στη δημιουργία ενός νέου ατόμο.

ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΜΙΡΩΝ ΖΩΩΝ. βλ. κτηνιατρική κλινική.

ΚΛΙΝΙΚΟΣ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΣ. Ο νοσοκομειακός κτηνίατρος, ο κτηνίατρος με πρακτική εφαρμογή κτηνιατρικών νόσων.

ΚΛΟΝΙΚΟΣ. Σπασμός, έντονη σύσπαση των μυών.

ΚΛΟΝΙΣΜΟΣ. Παθολογική κατάσταση με κλονικούς σπασμούς.

ΚΛΟΤΡΙΜΑΖΟΛΗ.

ΚΛΥΔΑΣΜΟΣ. Κυματοειδής ταλάντωση παθολογικού υγρού  σε κοιλότητα του σώματος.

ΚΛΩΝΙΣΜΟΣ. Αναπαραγωγή χωρίς σεξουαλική πράξη.

ΚΛΩΝΟΣ. Το αποτέλεμα του κλωνισμού σε ομάδες κυττάρων γενετικά ίδιων.

ΚΛΩΣΤΗΡΙΔΙΑ. Μικροοργανισμοί που παράγουν σπόρια και επιβιώνουν σε πολύ΄δύσκολες συνθήκες.

ΚΝΗΜΗ. Οστό του πίσω άκρου.

ΚΝΗΣΜΟΣ. Φαγούρα.

ΚΝΗΣΜΩΔΗΣ. Αιτία πρόκλησης κνησμού.

ΚΝΙΔΩΣΗ. Διαταραχή δερματική με εξάνθημα, κνησμό και ερεθισμό.

ΚΟΒΑΛΑΜΙΝΕΣ. Ομάδα ουσιών απαραίτητες για την καλή ανάπτυξη και διατροφή του οργανισμού.

ΚΟΒΑΛΤΙΟ. Ραδιενεργό ισότοπο με χρήση στη θεραπεία κακοηθών παθήσεων.

ΚΟΓΧΟΣ.

ΚΟΙΛΗ ΒΛΕΒΑ. Οι μεγάλες φλέβες (2) που καταλήγουν στον δεξιό κόλπο της καρδιάς. 

ΚΟΙΛΙΑ. Περιοχή του σώματος μετά το διάφραγμα και μέχρι την πύελο.

ΚΟΙΛΙΑΚΗ ΜΑΡΜΑΡΥΓΗ. Έντονη και ταχεία αρρυθμία της κοιλίας.

ΚΟΙΛΙΑΚΟΣ. Μέσα στην κοιλιά. 

ΚΟΙΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ειδική ακτινογραφία του εγκεφάλου.

ΚΟΙΛΙΟΚΗΛΗ. Κήλη στη περιοχή της κοιλιακής χώρας.

ΚΟΙΛΙΟΠΤΩΣΗ. Πτώση ή χαλάρωση της κοιλιάς.

ΚΟΙΛΟΣΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση διάνοιξης της κοιλιάς.

ΚΟΙΛΙΟΣΚΟΠΗΣΗ. Ειδική μέθοδος εξέτασης της κοιλιάς και των περιεχομένων σε αυτήν οργάνων.

ΚΟΙΛΟΣ. Εσωτερικά κενός, βαθουλοτός.

ΚΟΙΛΟΤΗΤΑ. Περιοχή με την ιδιότητα και τη μορφή του κοίλου.

ΚΟΚΚΑΛΟ. Οστό.

ΚΟΚΚΙΑΣΗ. Σχηματισμός πάνω σε πληγή  κρεατωδών κόκκων.

ΚΟΚΚΙΟΚΥΤΤΑΡΑ. Λευκά αιμοσφαίρια.

ΚΟΚΚΙΟΛΙΠΩΔΗΣ. Αυτός που περιέχει κοκκία λίπους.

ΚΟΚΚΙΟ. Μικροασκοπικός κόκκος.

ΚΟΚΚΙΩΜΑ. Όγκος από κοκκιώδη ιστό.

ΚΟΚΚΙΩΜΑΤΑ.

ΚΟΚΚΟΣ. Σφαιρική μορφή μικροβίων.

ΚΟΚΚΥΓΑΣ. Το ακραίο οστό της σπονδυλικής στήλης.

ΚΟΚΚΥΓΩΔΥΝΙΑ. Νευραλγία στον κόκκυγα.

ΚΟΚΚΥΛΙΟ. Κοκκίο εξαιρετικά λεπτό στο πρωτόπλασμα του κυττάρου.

ΚΟΛΕΚΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης του κόλου.

ΚΟΛΕΟΠΤΕΡΟ. Μεγάλη κατηγορία εντόμων.

ΚΟΛΕΟΣ. Ο πόρος μεταξύ μήτρας και αιδοίου.

ΚΟΛΕΟΣΠΑΣΜΟΣ. Σπασμώδης σύσφυξη του κολεού.

ΚΟΛΙΒΡΙΟ. Είδος εξαιρετικά μικρού πτηνού.

ΚΟΛΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή του κόλου.

ΚΟΛΛΑΓΟΝΟ. Η άφθονη πρωτεϊνη του οργανισμού.

ΚΟΛΛΥΡΙΟ. Φρμακευτικό σκεύασμα για εξωτερική χρήση στα μάτια.

ΚΟΛΛΟΕΙΔΗ ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ.

ΚΟΛΟΒΑΚΙΛΛΟΣ. Βακτηρίδιο των εντέρων.

ΚΟΛΟΒΑΚΙΛΛΩΣΗ. βλ. κολοβακτηριδίωση.

ΚΟΛΟΒΑΚΤΗΡΙΔΙΩΣΗ. Νόσος από κολοβάκιλλο.

ΚΟΛΟΒΑΚΤΗΡΙΔΙΑ. Κολοβάκιλλος

ΚΟΛΟΒΩΜΑ. Το υπόλειμμα, αυτό που απέμεινε.

ΚΟΛΟΝ. Το πρώτο τμήμα του παχέος εντέρου.

ΚΟΛΟΝΟΣΚΟΠΗΣΗ. Εξεταστική μέθοδος ελέγχου του εσωτερικού του κόλου.

ΚΟΛΟΣΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση δημιουργίας τεχνιτού στομίου (τεχνιτός πρωκτός) μέσα στο κόλον.

ΚΟΛΠΕΚΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαησ αφαίρεσης του βλεννογονου του κόλπου.

ΚΟΛΠΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή του βλεννογόνου του κόλπου.

ΚΟΛΠΟΚΗΛΗ. Πρόπτωση του κόλπου.

ΚΟΛΠΟΡΡΑΓΙΑ. Αιμορραγία του κόλπου.

ΚΟΛΠΟΡΡΑΦΙΑ. Χειρουργική επέμβαση ενίσχυσης της πυελικής οροφής σε πρόπτωδη μήτρας.

ΚΟΛΠΟΡΡΟΙΑ. Έκκριση βλενώδους -πυώδους υφής από τον κόλπο.

ΚΟΛΠΟΣ. Το πρώτο τμήμα του αναπαραγωγικού συστήματος των θηλυκών. Επίσης άνω κοιλότητα της καρδιάς.

ΚΟΛΠΟΣΚΟΠΗΣΗ. Μέθοδος λεπτομερούς εξέτασης του κόλπου και του τραχήλου της μήτρας.

ΚΟΛΠΟΣΚΟΠΙΟ. Ειδικό όργανο για την εφαρμογή της κολποσκόπησης.

ΚΟΛΠΟΤΟΜΙΑ. Τομή του κόλπου.

ΚΟΛΠΟΦΛΕΒΙΤΙΔΑ. Η θρόμβωση των φλεβικών κόλπων της σκληράς μήνιγγας. 

ΚΟΛΠΩΔΥΝΙΑ. Πόνος στον κόλπο.

ΚΟΜΜΙΩΜΑ. Φλεγμονή υποδερμική.

ΚΟΝΔΥΛΟΣ. Στρογγυλοποιημένη προεξοχή στην άκρη ενός οστού.

ΚΟΝΔΥΛΩΜΑ. Διόγκωση του βλεννογόνου σε στόμια του εντέρου και των γεννητικών οργάνων.

ΚΟΝΙΚΛΟΤΡΟΦΙΑ. Κλάδος της ζωοτεχνίας που αφορά τη διατήρηση και την αναπαραγωγή των κουνελιών.

ΚΟΣΝΕΡΒΕΣ.

ΚΟΠΡΑΝΑ. Περιττώματα ανθρώπων και ζώων.

ΚΟΠΡΑΝΟΒΙΟΛΟΓΙΑ. Μικροβιολογική εξέταση κοπράνων.

ΚΟΠΩΣΗ. Καταπόνηση, μεγάλη κούραση.

ΚΟΡΗ. Οπή της ίριδας του οφθαλμού. 

ΚΟΡΗΣ ΤΡΟΜΟΣ. Ο τρόμος της ίριδας.

ΚΟΡΙΟΣ. Έντομο χωρίς φτερά που παρασιτεί σε ζωϊκούς οργανισμούς απομυζώντας αίμα.

ΚΟΡΤΙΖΟΛΗ. Μία άλλη οναμασία της υδροκορτιζόνης.

ΚΟΡΤΙΖΟΝΗ.

ΚΟΡΤΙΚΟΣΤΕΡΟΕΙΔΗ. Ομάδα ορμονών που έχουν δράση όμοια με αυτό της κορτιζόνης.

ΚΟΡΥΖΑ. Ρινικός κατάρρους, νόσος των ορνίθων και των βοειδών.

ΚΟΤΡΙΜΑΖΟΛΗ. Αντιμικροβιακός παράγοντας με ευρύ φάσμα δράσης.

ΚΟΤΥΛΗ. Το κοίλωμα στην έξω επιφάνεια του ισχιακού οστού.

ΚΟΥΡΑ. Ιατρική θεραπεία, νοσηλέια.

ΚΟΧΛΙΑΣ. Τμήμα του λαβύρινθου του έσω ωτός.

ΚΟΧΛΙΙΤΙΔΑ. Φλεγμονη του κοχλία του έσω ωτός.

ΚΡΑΔΑΣΜΟΣ. Τρομώδης κίνηση.

ΚΡΑΜΠΑ. Επώδυνη σύσπαση των μυών.

ΚΡΑΝΙΑΚΑ ΝΕΥΡΑ. Τα νεύρα που εξορμώνται από τον εγκέφαλο.

ΚΡΑΝΙΑΚΟΣ. Ότι έχει σχέση με το κρανίο.

ΚΡΑΝΙΕΚΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση κατά την οποία αποκόπτεται τμήμα του κρανιακού οστού.

ΚΡΑΝΙΟΓΡΑΦΗΜΑ. Το διάγραμμα των τομών του κρανίου.

ΚΡΑΝΙΟΚΛΑΣΙΑ. Σύνθληψη του κρανίου.

ΚΡΑΝΙΟΜΑΛΑΚΙΑ. Η μαλάκυνση των οστών του κρανίου.

ΚΡΑΝΙΟΜΕΤΡΟ. Ειδικό όργανο με χρήση στις μετρήσεις του κρανίου.

ΚΡΑΝΙΟΣΚΟΠΙΑ. Η επισκόπηση του κρανίου.

ΚΡΑΝΙΟΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση διάνοιξης κρανίου. 

ΚΡΑΝΙΟ. Το περίβλημα του εγκεφάλου που αποτελείται από οστά.

ΚΡΕΑΣ. Σάρκα ανθρώπου ή ζώου.

ΚΡΕΑΤΙΝΗ. Αζωτούχος ουσία που βρίσκεται στους μύες.

ΚΡΕΑΤΙΝΗ ΚΙΝΑΣΗ. Ένζυμο που βρίσκεται στο αίμα σε περίπτωση μυϊκής δυστροφίας.

ΚΡΕΑΤΙΝΙΝΗ. Προέρχεται από την κρεατίνη και αποβάλλεται από τον οργανισμό.

ΚΡΕΖΟΛΗ. Αντισηπτικό και απολυμαντικό με ισχυρή δράση.

ΚΡΕΜΑ. Είδος φαρμακευτικού σκευάσματος.

ΚΡΗΜΝΟΣ.

ΚΡΙΓΜΟΣ. Ο χαρακτηριστικός ήχος που ακούγεται σε ένα κάταγμα όταν μετακινούνται τα σπασμένα τμήματα του οστού.

ΚΡΙΣΗ. Διαταρασή της φυσιολογικής λειτουργίας ενός οργανισμού.

ΚΡΟΣΣΟΙ. Λεπτότατες αποφύσεις στα κύτταρα ορισμένων βλεννογόνων.

ΚΡΟΤΩΝΑΣ. Ομάδα παρασιτικών αραχνοειδών εντόμων.

ΚΡΥΑΙΣΘΗΣΙΑ. Παθολογική ευαισθησία απέναντι στο πολύ κρύο.

ΚΡΟΥΣΜΑ. Η προσβολή από κάποια νόσο ενός ατόμου.

ΚΡΥΟΑΝΑΛΓΗΣΙΑ. Εισαγωγή στην αναισθησία με τη χρήση κρύου.

ΚΡΥΟΠΑΓΗΜΑΤΑ. Νέκρωση των άκρων από υπερβολικό κρύο.

ΚΡΥΟΣΚΟΠΙΣΗ.

ΚΡΥΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ. Εφαρμογή χειρουργικών επεμβάσεων με τη χρήση του κρύου.

ΚΡΥΠΤΟΚΟΚΚΙΑΣΗ. Μόλυνση από κρυπτόκοκκο.

ΚΡΥΠΤΟΚΟΚΚΟΣ. Το γένος των μυκήτων cryptococcus neogormans, βρίσκεται στα κόπρανα των περιστεριών, προσβάλλει και τον άνθρωπο.

ΚΡΥΨΟΡΧΗΣ. Αυτός που πάσχει από κρυψορχία.

ΚΡΥΨΟΡΧΙΑ (ΚΡΥΨΟΡΧΙΔΙΑ). Η απουσία του όρχεος από το όσχεο.

ΚΤΗΝΑΛΕΥΡΟ. Ειδικό άλευρο για την τροφή των ζώων.

ΚΤΗΝΑΣΦΑΛΕΙΑ. Ασφάλεια των ζώων έναντι διαφόρων επιζωοτιών.

ΚΤΗΝΙΑΤΡΕΙΟ. Κτηνιατρικό ιατρείο όπου παρέχονται υπηρεσίες διάγνωσης και θεραπείας όλων των ζώων.

ΚΤΗΝΙΑΤΡΕΙΟ ΜΙΚΡΩΝ ΖΩΩΝ. Ειδικό κτηνιατρείο για ζώα συντροφιάς.

ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗ. Η επιστήμη του κτηνίατρου.

ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ. Ειδικός ιατρικός χώρος όπου παρέχονται στα ζώα υπηρεσίες διάγνωσης, θεραπείας και νησηλείας. 

ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΟΣ. Αυτός που σχετίζεται με την κτηνιατρική.

ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΣ. Ο γιατρός των ζώων.

ΚΤΗΝΟΒΑΣΙΑ. Συνουσία με ζώο.

ΚΤΗΝΟΒΑΤΩ. Κάνω κτηνοβασία.

ΚΤΗΝΟΜΟΡΦΟΣ. Αυτός που μοιάζει με ζωό στη μορφή.

ΚΤΗΝΟΣ. ζώο.

ΚΤΗΝΟΣΤΑΣΙΟ. Ο σταύλος.

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΕΙΟ. Ο χώρος που διατρέφονται τα ζώα.

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ. Η συστηματική διατροφή ζώων.

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΣ. Ο άνθρωπος που ασχολείται με την κτηνοτροφία.

ΚΥΑΝΙΟ. Αέριο πολύ δηλητηριώδες.

ΚΥΑΝΙΟΥΧΑ. Άλατα του υδροκυανίου με δράση δηλητηριώδη και αντισηπτική

ΚΥΑΝΟΚΟΒΑΛΑΜΙΝΗ. Είναι η βιταμίνη Β12

ΚΥΑΝΩΣΗ. Σύμπτωμα κατά το οποίο μέλη του σώματος παίρνουν κυανή χροιά.

ΚΥΑΝΩΤΙΚΟΣ. Αυτός που πάσχει από κυάνωση. 

ΚΥΗΣΗ. Η εγκυμοσύνη, η κυοφορία.

ΚΥΚΛΟΠΛΗΓΙΑ. Παράλυση του ανκτινωτού μυός του οφθαλμού.

ΚΥΚΛΟΠΡΟΠΑΝΙΟ. Ισχυρό εισπνεόμενο αναισθητικό.

ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗ Α. Φάρμακο που χρησιμοποιείται στην πρόληψη απόρριψης μοσχευμάτων. 

ΚΥΚΛΟΦΩΣΦΑΜΙΔΗ. Φαρμακευτική ουσία με χρήση στη θεραπεία των κακόηθων παθήσεων.

ΚΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΠΥΡΕΤΟΣ. Μία άλλη ονομασία της βρουκέλωσης.

ΚΥΝΟΔΟΝΤΑΣ. Βασικό δόντι για τα σαρκοφάγα. Είναι ένα δόντι ανάμεσα στους τομείς και στους προγομφίους. 

ΚΥΝΑΓΧΗ. Φλεγμωνή του φάρυγγα και των άνω αναπνευστικών οδών.

ΚΥΝΑΝΘΡΩΠΙΑ. Φρενοπάθεια κατά την οποία ο άνθρωπος νομίζει ότι είναι σκύλος.

ΚΥΝΟΚΕΦΑΛΟΣ. Είδος πιθήκου.

ΚΥΝΟΚΤΟΝΙΑ. Η δολοφονία σκύλου.

ΚΥΝΟΦΟΙΑ. Το να φοβάται κάποιος πάρα πολύ τα σκυλιά.

ΚΥΟΦΟΡΙΑ. Η εγκυμοσύνη.

ΚΥΟΦΟΡΩ. Εγκυμονώ.

ΚΥΣΤΗ. Υμενώδεις θύλακες του σώματος που περιέχουν υλικό υγρό ή μαλακό.

ΚΥΣΤΕΚΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης της ουροδόχου κύστης.

ΚΥΣΤΕΟΓΡΑΜΜΑ. Απεικόνιση ακτινογραφικά της ουροδόχου κύστης.

ΚΥΣΤΕΚΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση εκτομής της ουροδόχου κύστης.

ΚΥΣΤΕΟΚΗΛΗ. Κήλη της ουροδόχου κύστης.

ΚΥΣΤΕΟΣΚΟΠΙΣΗ. Διαγνωστική μέθοδος εξέτασης της κύστης.

ΚΥΣΤΕΟΣΚΟΠΙΟ. Ειδικό όργανο για την κυστεοσκόπιση.

ΚΥΣΤΕΟΤΟΜΙΑ. Χειροτργική επέμβαση διάνοιξης της ουθροδόχου κύστης.

ΚΥΣΤΕΩΔΥΝΙΑ. Πόνος στην ουροδόχο κύστη.

ΚΥΣΤΗ ΟΥΡΟΔΟΧΟΣ.

ΚΥΣΤΙΔΙΟ. Μικρή κύστη της επιδερμίδας..

ΚΥΣΤΙΚΕΡΚΩΣΗ.  Σοβαρή παρασιτική ζωονόσος που μεταδίδεται με το ζωϊκό κρέας.

ΚΥΣΤΙΚΟΣ. Οτιδήποτε σχετίζεται με κύστεις.

ΚΥΣΤΙΚΟΣ ΠΟΡΟΣ. Ο σωλήνας που ενώνει τη χοληδόχο κύστη και τον κοινό ηπατικό πόρο για να σχηματησθεί ο χοληδόχος πόρος.

ΚΥΣΤΙΟΡΡΑΓΙΑ. Αιμοραγία της ουροδόχου κύστης.

ΚΥΣΤΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή της ουροδόχου κύστης.

ΚΥΣΤΟΛΙΘΟΣ. Λίθος των ουροποιητικών οργάνων.

ΚΥΣΤΩΜΑ. Κυστικός όγκος της μήτρας.

ΚΥΤΟΒΛΑΣΤΗ. Ο πυρήνας του κυττάρου.

ΚΥΤΟΜΙΤΩΜΑ. Πλέγμα από λεπτές ίνες του πρωτοπλάσματος του κυττάτου.

ΚΥΤΟΣΩΜΑ. Το πρωτόπλασμα του κυττάρου.

ΚΥΤΤΑΡΑ. Η πρώτη βιολογική μονάδα του οργανισμού των ζώων και των φυτών

ΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΜΑΜΒΡΑΝΗ. Η μεμβράνη που περιβάλλει το κύτταρο.

ΚΥΤΤΑΡΙΝΗ. Ουσία από την οποία αποτελείται η μεμβράνη των φυτικών κυττάρων.

ΚΥΤΤΑΡΟ. Η πρώτη βιολογική μονάδα κάθε ζωϊκού και φυτικού οργανισμού.

ΚΥΤΤΑΡΟΓΕΝΕΣΗ. Η παραγωγή νέων κυττάρων.

ΚΥΤΤΑΡΟΓΕΝΗΣ. Ο προερχόμενος από κύτταρο.

ΚΥΤΤΑΡΟΓΕΝΕΤΙΚΗ. Κλάδος της βιολογίας ποα αφορά τη μελέτη της δομής των κυττάτων του σώματος αλλά και της λειτουργίας τους. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στα χρωματοσώματα.

ΚΥΤΤΑΡΟΓΟΝΟΣ. Αυτός που παράγει κύτταρα.

ΚΥΤΤΑΡΟΕΙΔΗΣ. Αυτός που μοιάζει με κύτταρο.

ΚΥΤΑΡΟΛΟΓΙΑ. Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τα κύτταρα.

ΚΥΤΤΑΡΟΛΥΣΗ. Η διάλυση ή η εκφύλιση των κυττάρων.

ΚΥΤΤΑΡΟΛΥΣΙΝΕΣ. Ουσίες του αίματος που εξουδετουρώνουν κάθε ξένο κύτταρο που εισέρχεται στο αίμα.

ΚΥΤΤΑΡΟΠΑΡΑΣΙΤΟ. Παράσιτο του κυττάρου.

ΚΥΤΤΑΡΟΠΛΑΣΜΑ. Το πρωτόπλασμα των κυττάρων.

ΚΥΤΤΑΡΟΤΟΜΙΑ. Αυτόματη διαίρεση κυττάρου σε δύο όμοια κύτταρα.

ΚΥΤΤΑΡΟΤΟΞΙΚΑ. Ομάδα φαρμακευτικών ουσιών που καταστρέφουν τα κύτταρα.

ΚΥΤΤΑΡΟΤΡΟΠΙΝΕΣ. Αμυντικές ουσίες του αίματος.

ΚΥΤΤΑΡΩΔΗΣ. Αυτός που αποτελείται από κύτταρα.

ΚΥΤΤΑΣΗ. Βακτηριοκτόνος ουσία του αίματος.

ΚΥΦΩΣΗ. Κύρτωση της ράχης.

ΚΥΨΕλΙΔΑ. Μικρή κοιλότητα του πνεύμονα. Σμηματογόνος ουσία του ακουστικού πόρου. 

ΚΥΨΕΛΙΔΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή των πνευμονικών κυψελίδων.

ΚΩΔΕΪΝΗ.

ΚΩΛΙΚΟΣ. Κατάσταση με σπασμωδικό πόνο στην κοιλιακή χώρα.

ΚΩΜΑ. Ληθαργική κατάσταση.

ΚΩΜΑΤΩΔΗΣ. Ο ληθαργικός. 

ΚΩΝΕΙΟΝ. Δηλητήριο που προέρχεται από το ομόνυμο φυτό.

ΚΩΦΑΛΑΛΙΑ. Έλλεψη ακοής και φωνής.

ΚΩΦΩΣΗ. Απώλεια της ακοής.