ΛΕΞΙΚΟ Θ,θ
Θ,θ
ΘΑΛΑΜΟΣ. Μάζα φαιάς ουσίας του εγκεφάλου.Χώρος του οφθαλμού με διαφανές υγρό.
ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΥΛΙ. Πτηνό της θάλασσας.
ΘΑΝΑΣΙΜΟ. Θανατιφόρο, αυτό που επιφέρει τον θάνατο.
ΘΑΤΗΦΟΡΟΣ. Που επιφέρει ή μπορεί να επιφέρει το θάνατο.
ΘΑΝΑΤΙΚΟ. Θανατηφόος επιδημία, λοιμός, επιδημία.
ΘΑΝΑΤΙΚΟΣ. Ότι επάγεται θάνατο.
ΘΑΝΑΤΟΣ. Σταμάτημα των ζωτικών λειτουργιών ενόργανου όντος.
θΑΝΑΤΟΦΟΒΙΑ. Φόβος στην ιδέα του θανάτου.
ΘΑΝΑΤΩΣΗ. Φόνος.
ΘΕΙΑΖΙΝΗ-ΕΣ. Ομάδα διουρητικών.
ΘΕΙΑΜΙΝΗ. Είναι η βιταμίνη Β1, ή αλλιώς ανευρίνη.
ΘΕΙΪΚΟ ΟΞΥ. Μη διαλυμένο είναι ισχυρό μεταλλικό οξύ (βιτριόλι).
ΘΕΙΟΜΠΕΝΤΑΖΟΛΗ. Φάρμακο που χρησιμοποιείται στη θεραπεία παρασιτικών λοιμώξεων.
ΘΕΙΟΝ. Σε διάφορους χημικούς συνδυασμούς έχει αντισηπτικές και αντιπαρασιτικές ιδιότητες.
ΘΕΙΟΠΕΠΤΟΝΗ νατριούχος. Αναισθητικό ενδοφλέβιας χορήγησης.
ΘΕΙΟΡΙΔΑΖΙΝΗ. Ηρεμιστικό, αντιψυχωτικό φάρμακο.
ΘΕΟΚΛΙΚΗ ΠΡΟΜΕΘΑΖΙΝΗ. Φάρμακο πρόληψης της ναυτίας.
ΘΕΟΦΥΛΛΙΝΗ. Αλκαλοειδές δομικά παρόμοιο με την καφεϊνη.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ. Το σύνολο των μέσων που εφαρμόζονται για την θεραπευτική αντιμετώπιση μιας πάθησης.
ΘΕΡΑΠΕΥΣΙΜΟ. Αυτό που μπορεί να θεραπευτεί.
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ. Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη θεραπεία των διαφόρων νόσων.
ΘΕΡΜΑΙΣΘΗΣΙΑ. Η αισθητικότητα του δέρματος στη θερμοκρασία.
ΘΕΡΜΗ. Ο ελώδης πυρετός.
ΘΕΡΜΙΔΑ. Μονάδα ενέργειας.
ΘΕΡΜΟΓΡΑΦΙΑ. Μέθοδος καταγραφής της θερμότητας διαφόρων σημείων του σώματος.
ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ. Ο βαθμός θερμότητας ενός οργανισμού.
ΘΕΡΜΟΑΙΜΟΣ. Ο οργανισμός που έχει σταθερή θερμοκρασία.
ΘΕΡΜΟΛΟΥΤΡΟ. Λουτρό με ζεστό νερό.
ΘΕΡΜΟΜΕΤΡΗΣΗ. Η μέτρηση με θερμόμετρο της θερμοκρασίας ενός οργανισμού.
ΘΕΡΜΟΠΛΗΞΙΑ. Παθολογική κατάσταση του οργανισμού όταν αυτός δεν μπορεί να ανταπεξέλθει σε υψηλές θερμοκρασίες του περιβάλλοντος.
ΘΕΡΜΟΦΟΒΙΑ. Παθολογική κατάσταση φοβίας προς τις υψηλές θερμοκρασίες.
ΘΕΡΜΟΦΟΡΑ. Ελαστικός σάκος που περιέχει νερό και το διατηρεί ζεστό.
ΘΗΚΗ. Η δομή που περιβάλλει τα όργανο.
ΘΗΛΑΖΩ. Ρουφώ γάλα από το μαστό.
ΘΗΛΑΣΜΟΣ. Γαλουχία, βύζαγμα.
ΘΗΛΗ. Μικρή προεξοχή στο χόριο του δέρματος που προβάλλει μέσω της επιδερμίδος.
ΘΗΛΙΤΙΣ. Φλεγμονή της θηλής.
ΘΑΛΑΣΤΙΚΑ. Μεγάλη ομοταξία ζώων με χαρακτηριστικό τους μαστούς.
ΘΑΛΑΣΤΙΚΟΣ. Αυτός που τρέφεται με μαστούς.
ΘΗΛΟΕΙΔΗΣ. Όμοιος με θηλή.
ΘΗΛΟΙΔΗΜΑ. Διόγκωση του οπτικού δίσκου.
ΘΗΛΟΡΡΑΓΙΑ. Αιμορραγία της θηλής του μαστού.
ΘΗΛΥ. Το θηλυκό φύλο.
ΘΗΛΥΜΟΡΦΙΑ. Επικράτηση των χαρακτηριστικών του θηλυκού οργανισμού επί του αρσενικού.
ΘΗΛΥΤΟΚΙΑ. Γέννηση θηλυκών νεογνών.
ΘΗΛΩΜΑ. Όγκος που αποτελείται από θηλές και που αναπτύσσονται από την επιφάνεια του δέρματος και των βλεννογόνων.
ΘΗΡΑ. Κυνήγι ζώων.
ΘΗΡΕΥΤΗΣ. Κυνηγός.
ΘΗΡΕΥΩ. Κυνηγώ.
ΘΗΡΙΑΚΗ. Αντίδοτο για την εξουδετέρωση δηλητηρίων.ΘΗΡΙΟΔΑΜΑΣΤΗΣ. Ο εκπαιδευτής ζώων.
ΘΗΡΙΟΜΟΡΦΙΑ. Μορφή θηρίου.
ΘΗΡΙΟΜΟΡΦΟΣ. Αυτός που έχει τη μορφή θηρίου, τερατόμορφος.
ΘΗΡΙΟΤΡΟΦΟΣ. Αυτός που εκτρέφει άγρια ζώα.
ΘΗΡΙΩΔΙΑ. Ωμότητα, αγριότητα.
ΘΗΡΙΩΔΙΑ. Σκληρότητα, αγριότητα.
ΘΛΑΣΗ. Σπάσιμο, μωλώπισμα.
ΘΛΑΣΤΙΚΟΣ. Συντριπτικός
ΘΝΗΣΙΓΕΝΕΣ. Το ζώο που πεθαίνει μόλις γεννηθεί.
ΘΝΗΣΙΓΟΝΙΑ. Τοκετός θνησιγενούς νεογνού.
ΘΝΗΣΙΜΑΙΟ. Το νεκρό ζώο.
ΘΡΕΑΝΙΝΗ. Αμινοξύ.
ΘΡΕΠΤΙΚΟΣ. Ο κατάλληλος για θρέψη.
ΘΡΕΦΤΑΡΙ. Το καλοθρεμμένο επί ζώων.
ΘΡΕΨΗ. Η φυσιολογική διαδικασία χρήσης της τροφής και η εξασφάλιση της ανάπτυξης ενός οργανισμού.
ΘΡΟΜΒΙΝΗ. Ένζυμο σχετικό με την πήξη του αίματος.
ΘΡΟΜΒΟΕΙΔΗΣ. βλ. Θρομβώδης.
ΘΡΟΜΒΟΕΜΒΟΛΗ. Ο σχηματισμός ενός θρόμβου σε κάποιο σημείο της κυκλοφορίας του αίματος, η απόσπαση τμήματος αυτού και η μεταφορά του σε μικρότερο αγγείο, με αποτέλεσμα απόφραξη πλήρη ή μερική.
ΘΡΟΜΒΟΚΥΤΤΑΡΟΠΕΝΙΑ. Διαταραχή των αιμοπεταλίων με αποτέλεσμα την ελάττωση του αριθμού τους.
ΘΡΟΜΒΟΛΥΣΗ. Η διάσπαση ενός θρόβμου.
ΘΡΟΜΒΟΞΑΝΗ. Ουσία που παράγεται από τα αιμοπετάλια και αυξάνει την συγκόλληση τους προκαλώντας θρόμβωση.
ΘΡΟΜΒΟΣ. Πήγμα αίματος.
ΘΡΟΜΒΟΦΛΕΒΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή των φλεβών και ταυτόχρονος σχηματισμός πηγμάτων αίματος.
ΘΡΟΜΒΩΔΗΣ. Γεμάτος θρόμβους.
ΘΡΟΜΒΩΣΗ. Σχηματισμός θρόμβων στα αγγεία ή στην καρδιά.
ΘΡΟΦΗ. Τροφή
ΘΥΛΑΚΙΟ. Μικρός σάκος.
ΘΥΛΑΚΙΟΤΡΟΠΟΣ ΟΡΜΟΝΗ. Ορμόνη που παράγεται στην υπόφυση και διεγείρει τα ωοθυλακία των ωοθηκών και την σπερματογένεση.
ΘΥΛΑΚΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή μέσα σε θυλάκιο. Φλεγμονή του θυλάκου της τρίχας.
ΘΥΜΟΣ ΑΔΕΝΑΣ. Αδένας με έντονη λεμφοποίηση και παραγωγή νέων κυττάρων.
ΘΥΡΕΟΕΙΔΗΣ ΑΔΕΝΑΣ. Μεγάλος ενδοκρινής αδένας που εντοπίζεται στην πρόσθια περιοχή του τραχήλου
ΘΥΡΕΟΕΙΔΗΣ ΧΟΝΔΡΟΣ. Ο μεγαλύτερος χόνδρος του λάρυγγα.
ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΤΟΞΙΚΩΣΗ. Διαταραχή του θυρεοειδούς αδένα με μεγάλη παραγωγή θυροξίνης.
ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΤΡΟΠΟΣ ΟΡΜΟΝΗ (T.S.H.). είναι μια γλυκοπρωτεϊνική ορμόνη που παράγεται από τα θυρεοειδοτρόπα κύτταρα του προσθίου λοβού της υπόφυσης για την παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών.
ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΕΣ ΟΡΜΟΝΕΣ. Ορμόνες που αναστέλλουν την έκκριση TSH από την υπόφυση, δημιουργώντας ένα κύκλωμα αρνητικής ανατροφοδότησης.
ΘΥΡΕΟΤΟΞΙΚΟ ΑΔΕΝΩΜΑ. Παραλλαγή της θυρεοειδοτοξίκωσης.
ΘΥΡΕΟΤΡΟΠΙΚΗ ΟΡΜΟΝΗ. βλ. Θυρεοειδική ορμόνη.
ΘΥΡΙΔΟΠΟΙΗΣΗ. Δημιουργία ενός νέου στομίου μέσα στον λαβύρινθο του αυτιού.
ΘΥΡΟΞΙΝΗ. Κρυσταλλική ουσία του θυρειδή αδένα.
ΘΩΡΑΚΑΣ. Το πρόσθιο τμήμα του κορμού ενός ζώου.
ΘΩΡΑΚΙΚΟΣ ΠΟΡΟΣ. Μεγάλο λεμφαγγείο που συλλέγει το περιεχόμενο των λεμφαγγείων από κάτω άκρα, κοιλιά, αριστερό άνω άκρο, αριστερή πλευρά του θώρακα, τράχειλο και κεφαλή.
ΘΩΡΑΚΟΜΕΤΡΙΑ. Καταμέτρηση των σωματικών διαστάσεων.
ΘΩΡΑΚΟΠΑΡΑΚΕΝΤΗΣΗ. Αφαίρεση υγρού από την κοιλότητα του υπεζωκότα.
ΘΩΡΑΚΟΤΟΜΙΑ. Τομή επί του θωρακικού τοιχώματος.