ΛΕΞΙΚΟ Η,η

Η,η

ΗΒΗ. H  χρονική περίοδος ποι ένας οργανισμός γίνεται ικανός για αναπαραγωγή.

ΗΒΙΚΟ ΟΣΤΟ. Το οστό του προσθίου τμήματος της πυέλου.

ΗΒΙΚΟΣ. Ο αναφερόμενος στην ήβη ή στη περιοχή του ηβικού οστού.

ΗΘΜΟΕΙΔΕΣ. Οστό της βάσης του κρανίου.

ΗΛΕΚΤΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑ. Ο κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ηλεκτρικά φαινόμενα των ζώντων οργανισμών.

ΗΛΕΚΤΡΟΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ. Διαγνωστική μέθοδος με τη βοήθεια του ηλεκτρισμού.

ΗΛΕΚΤΡΟΘΕΡΑΠΕΙΑ. Η θεραπεία με τον ηλεκτρισμό.

ΗΛΕΚΤΡΟΕΓΚΑΛΟΓΡΑΦΗΜΑ. Η καταγραφή του ηλεκτρικού κύματος του εγκεφάλου και η μελέτη των εγκεφαλικών κυμάτων.

ΗΛΕΚΤΡΟΘΕΡΑΠΕΙΑ. Θεραπευτική αγωγή που στηρίζεται στον ηλεκτρισμό.

ΗΛΕΚΤΡΟΘΕΡΜΙΑ. Η χρήση της ηλεκτρικής θερμότητας για θεραπευτικό σκοπό.

ΗΛΕΚΤΡΟΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΗΜΑ. Η καταγραφή των ποικιλιών του ηλεκτρικού δυναμικού της καρδιάς.

ΗΛΕΚΤΡΟΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΟΣ. Ειδικό όργανο για την διαγνωστική εξέταση των διαταραχών τηςκαρδιάς.

ΗΛΕΚΤΡΟΚΑΥΤΗΡΙΑΣΗ. Η χρήση ειδικής βελόνας ηλεκτρικά θερμενόμενης για την καταστροφή ιστών πασχόντων.

ΗΛΕΚΤΡΟΛΥΤΕΣ.

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΑΤΟΜΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ.

ΗΛΕΚΤΡΟ-ΟΦΘΑΛΜΟΓΡΑΦΙΑ.

ΗΛΕΚΤΡΟΠΛΗΞΙΑ. Κλονισμός του νευρικού συστήματος λόγω διοχετεύσεως ηλεκτρικού ρεύματος στον οργανισμό.

ΗΛΙΑΣΗ. Παθολογική κατάσταση από υπερβολική έκθαση – επίδραση ηλιακής ακτινοβολίας.

ΗΛΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ. Θεραπεία με ηλιακή ακτινοβολία.

ΗΛΙΟΠΛΗΞΙΑ. βλ. ηλίαση.

ΗΛΙΟΦΟΒΙΑ. Παθολογική κατάσταση φόβου προς το ηλιακό φως.

ΗΛΙΟΦΟΒΟΣ. Αυτός που πάσχει από ηλιοφοβία.

ΗΛΙΩΣΗ. Η έκθεση στον ήλιο.

ΗΜΕΤΑΛΩΠΙΑ. Παθολογική κατάσταση κατά την οποία το άτομο βλέπει καλά μόνο την ημέρα.

ΗΜΕΡΟΒΙΟΣ. Αυτός που ζει την ημέρα.

ΗΜΕΡΟΣ. Αναφέρεται επί ζώων, τα τιθασευμένα, τα κατοικίδια.

ΗΜΕΡΩΜΑ. Η ημέρωση.

ΗΜΕΡΩΝΩ. Ημερεύω.

ΗΜΕΡΩΣΗ. Ή πράξη και το αποτέλεσμ του ημερώνω.

ΗΜΙΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ. Απώλεια της αίσθησης της αφής από τη μία πλευρά του σώματος.

ΗΜΙΑΝΟΣΜΙΑ. Η ελάττωση της οσφρητικής αίσθησης.

ΗΜΙΑΝΟΨΙΑ. Η ελέττωση της όρασης στο μισό.

ΗΜΙΑΤΡΟΦΙΑ. Παθολογική κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται ατροφία της μιας πλευράς του σώματος.

ΗΜΙΕΞΑΡΘΡΩΣΗ. Η μερική εξάρθρωση μιας άρθρωσης.

ΗΜΙΚΟΛΕΚΤΟΜΗ. Η αφαίσεση μεγάλου τμληματος του παχέος εντέρου (περίπου το μισό), καθώς επίσης αφαίρεση της τελικο-τελικής αναστόμωσης.

ΗΜΙΛΕΛΙΑ. Η απουσία των απώτερων τμημάτων των μεγάλων οστών.

ΗΜΙΠΑΡΕΣΗ. Η παράλυση των μυών σε μια πλευρά του σώματος.

ΗΜΙΠΛΗΓΙΑ. Η παράλυση της μιας πλαυράς του σώματος.

ΗΜΙΠΛΗΓΙΚΟΣ. Ο οργανισμός του έχει πάθει ημιπληγία.

ΗΠΑΡ. Αδένας του σώματος.

ΗΠΑΡΙΝΗ. Φυσικά παραγόμενο αντιπηκτικό.

ΗΠΑΤΑΡΓΙΑ. βλ. ηπαρισμός.

ΗΠΑΤΕΚΤΟΜΗ. Η χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση τμήματος ή ολόκληρου του ήπατος.

ΗΠΑΤΙΚΕΣ ΚΗΛΙΔΕΣ. Δερματικές καφεοειδείς κηλίδες.

ΗΠΑΤΙΚΟΣ. Αυτός που έχει σχέση με το ήπαρ, που έχει ηπατική πάθηση.

ΗΠΑΤΙΣΜΟΣ. Λειτουργική ανεπάρκεια του ήπατος.

ΗΠΑΤΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή του ήπατος.

ΗΠΑΤΟΓΕΝΗΣ. Αναφέρεται σε παθολογικές καταστάσεις που προέρχονται από τπ ήπαρ.

ΗΠΑΤΟΜΕΓΑΛΙΑ. Η διόγκωση του ήπατος.

ΗΠΑΤΟΠΑΘΕΙΑ. Η κάθε μορφή πάθησης του ήπατος.

ΗΠΑΤΟΤΟΜΙΑ. βλ. ηπατεκτομή

ΗΠΑΤΩΜΑ. Κακοήιης όγκος των ηπατικών κυττάρων.

ΗΡΕΜΗΣΗ. Η κατάσταση ηρεμίας, ακινησίας.

ΗΡΕΜΙΑ. Κατάσταση ήρεμου, γαλήνιου.

ΗΡΕΜΙΣΤΙΚΑ. Φάρμακα κατά του άγχους και της νευρικότητας.

ΗΡΕΜΩ. Γίνομαι ήρεμος.

ΗΡΩΪΝΗ. Οπιοειδές φάρμακο, ναρκωτικό.

ΗΧΟΚΙΝΗΣΙΑ. Παθολογική κατάσταση με τάση επανάληψη ακούσιων κινήσεων.

ΗΩΑΝΘΡΩΠΟΣ. Ανθρωποειδές ζώο που έζησε προ εκατομμυρίων ετών.

ΗΩΣ(Ζ)ΙΝΟΦΙΛΑ. Αιμοσφαίρια που στο πρωτόπλασμα έχουν κοκκία χρωματισμένα από ηωσίνη.

ΗΩΣ(Ζ)ΙΝΟΦΙΛΙΑ. Η αύξηση των ηωσινόφιλων αιμοσφαιρίων του αίματος.