ΛΕΞΙΚΟ Δ,δ

ΔΑΚΡΥ. Υγρό των οφθαλμών, κάτι σαν λιπαντικό, το οποίο απομακρύνει και κάθε ξένο σώμα.

ΔΑΚΡΥΙΚΟΣ ΑΔΕΝΑΣ. Μεγάλος αδένας υπεύθυνος για την παραγωγή δακρύων.

ΔΑΚΡΥΙΚΟΣ ΠΟΡΟΣ. Ο πόρος του δακρυϊκού αδένα μέσω του οποίου έρχονται τα δάκρυα στον οφθαλμό.

ΔΑΚΡΥΙΚΟΣ ΣΑΚΟΣ (ασκός). Μικρός σάκος συλλογής δακρύων που επικοινωνεί με τον ρινοδακρυϊκό πόρο.

ΔΑΚΡΥΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. Οι δακρυϊκοί αδένες και οι δακρυϊκοί πόροι αποτελούν το δακρυϊκό σύστημα, που προστατεύει τον επιπεφυκότα σαν λιπαντικό.

ΔΑΚΡΥΙΚΟ ΣΩΛΗΝΑΡΙΟ. Το υπεύθυνο σωληνάριο για την αποχέτευση των δακρών από τον οφθαλμό στον ρινιφάρυγγα.

ΔΑΚΤΥΛΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή των δακτύλων.

ΔΑΚΡΥΑΓΩΓΟΣ. Ο αγωγός που μεταφέρει το δάκρυ

ΔΑΚΡΥΟΑΔΕΝΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή του υπεύθυνου αδένα που παράγει το δάκρυ

ΔΑΚΡΥΟΚΥΣΤΙΤΙΔΑ. Η φλεγμονή στο σύστημα αποχέτευσης των δακρών.

ΔΑΚΡΥΟΛΙΘΙΑΣΗ. Νόσος που οφείλεται στην ύπαρξη και παραγωγή δακρυολίθων

ΔΑΚΡΥΟΛΙΘΟΣ. Λίθος που σχηματίζεται στους δακυϊκούς πόρους

ΔΑΚΡΥΡΡΟΙΑ. Η υπερβολική έκκριση δακρύων.

ΔΑΚΡΥΩΠΑΣ. Όγκος η κύστη στους δακρυϊκούς αδένες.

ΔΑΜΑΛΙΤΙΔΑ. Πάθηση των αγελάδων που οφείλεται στον ίδιο ιό με τον ιό της ευλογιάς του ανθρώπου.

ΔΕΞΑΜΕΘΑΖΟΝΗ. Κορτικοστεροειδές παράγωγο με αντιφλεγμονώδη δράση πολύ μεγαλύτερη της κορτιζόνης.

ΔΕΞΤΡΑΝΗ. Ομάδα πολυσακχαριτών.

ΔΕΞΤΡΙΝΗ. Ένας διαλυτός υδατάνθρακας.

ΔΕΞΤΡΟΖΗ. Άλλη ονομασία της γλυκόζης.

ΔΕΡΜΑ. Η μεμβράνη που καλύπτει την έξω επιφάνεια του σώματος.

ΔΕΡΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ. Ομάδα παθήσεων σχετικών με την αλλαγή της δομής του δέρματος.

ΔΕΡΜΑΤΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή του δέρματος, συνώνυμη με το έκζεμα και προκαλεί ερυθρότητα και κνησαμό.

ΔΕΡΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Τμήμα της παθολογίας που ασχολείται με τις παθήσεις του δέρματος.

ΔΕΡΜΑΤΟΛΥΣΙΑ. Παθολογική χαλάρωση η λύση του δέρματος,

ΔΕΡΜΑΤΟΜΥΚΗΤΙΑΣΗ. Δερματική μυκητίαση

ΔΕΡΜΑΤΟΠΑΘΕΙΑ. Κάθε νόσος που αφορά το δέρμα.

ΔΕΡΜΑΤΟΡΡΑΓΙΑ. Αιμορραγία, ρήξη του δέρματος.

ΔΕΡΜΑΤΟΡΡΟΙΑ. Άφθονη παραγωγή ιδρώτα.

ΔΕΡΜΑΤΟΦΥΤΑ. Μυκητιασικές λοιμώξεις λόγω ανάπτυξης μυκήτων σε ιστό κερατίνης του δέρματος, τριχών και ωυχιών.

ΔΕΡΜΑΤΩΣΗ. Δερματοπάθεια

ΔΕΡΜΙΤΙΔΑ. Δερματίτιδα

ΔΕΡΜΟΦΥΤΑ. βλ. Δερματόφυτα

ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗΣ ΝΟΣΟΣ. Νόσος που εκδηλώνεται σαν επακόλουθο προηγουμένης νόσου.

ΔΕΡΜΟΕΙΔΗΣ ΚΥΣΤΗΣ. Κύστη του δέρματος που περιέχει τρίχες.

ΔΗΓΜΑ. Το δάγκωμα από ζώο.

ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΗ. Η παθολογική κατάσταση όταν ένα δηλητήριο εισέρχεται στον οργανισμό.

ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ. Τοξική ουσία (το δηλητήριο είναι αέριο, σκόνη, καπνός, σταγονίδια), που προκαλεί ακόμα και θάνατο (φόλα).

ΔΙΑΒΗΤΗΣ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗΣ. Συχνή διαταραχή του μεταβολισμού με αύξηση της γλυκόζης στο αίμα λόγω διαταραχής στην έκκριση της ινσουλίνης από το πάγκρεας.

ΔΙΑΘΕΡΜΙΑ. Η μέθοδος με την οποία διέρχεται στους εν τω βάθει ιστούς του σώματος ηλεκτρικό ρεύμα.

ΔΙΑΙΤΑ. Μέθοδος διατροφής.

ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ. Μέθοδος διατροφικής θεραπείας.

ΔΙΑΛΕΙΠΩΝ ΠΥΡΕΤΟΣ. Όταν έχουμε συνεχή εναλλαγή πυρετικής κατάστασης και απυρεξία.

ΔΙΑΛΕΙΠΩΝ ΚΑΡΔΙΑΚΟΣ ΠΑΛΜΟΣ. Κατάσταση καρδιακής αρρυθμίας.

ΔΙΑΜΟΡΦΙΝΗ. Άλλη ονομασία της ηρωίνης.

ΔΙΑΠΝΟΪΚΟΣ. Αυτό/ς που προκαλεί εφίδρωση

ΔΙΑΠΥΗΣΗ. Η διαδικασία σχηματισμού πύου.

ΔΙΑΡΡΟΙΑ. Αφόδευση αυξημένη σε συχνότητα και υδαρής.

ΔΙΑΣΤΟΛΕΑΣ. Όργανο που χρησιμοποιείται για την αύξηση ενός στομίου του σώματος.

ΔΙΑΣΤΟΛΗ. Η χαλάρωση κοίλου οργάνου.

ΔΙΑΣΤΡΕΜΜΑ. Κάκωση στις περιοχές των αρθρώσεων.

ΔΙΑΣΩΛΗΝΩΣΗ. Μέθοδος εισαγωγής ειδικού σωλήνα μέσω της στοματικής κοιλότητας και του λάρυγγα, για την φυσιολογική είσοδο του αέρα στους πνεύμονες.

ΔΙΑΤΑΣΗ ΣΤΟΜΑΧΟΥ. Παθολογική έκταση των τοιχωμάτων του στομάχου.

ΔΙΑΤΟΜΗ. Το ανατομικό ή χειρουργικό κόψιμο των ιστών.

ΔΙΑΤΡΗΣΗ. Το τρύπημα ενός κοίλου οργάνου ή ενός αγγείου.

ΔΙΑΤΡΟΦΗ. Η ενέργεια λήψη τροφών και υγρών.

ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΠΑΡΕΚΤΡΟΠΕΣ. Όταν το ζώο τρώει δυσώδη τρόφιμα ή τρώει κόπρανα.

ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ. Παθολογικές καταστάσεις που σχετίζονται με τη λήψη τροφής. Πρόκειται για παχυσαρκία, νευρογενή ανορεξία και νευρογενή βουλιμία.

ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ. Η λίστα με πιθανές διαγνώσεις που αφορούν τα συμπτώματα του ασθενούς ζώου, από την οποία η πιο πιθανή θα διερευνηθεί περισσότερο.

ΔΙΑΦΡΑΓΜΑ. Είναι η τενοντομυϊκή δομή που ξεχωρίζει την κοιλιακή κοιλότητα από την θωρακική.

ΔΙΑΦΡΑΓΜΑΤΟΚΗΛΗ. Είναι η μετάθεση μιας μοίρας του στομάχου μέσα στη θωρακική κοιλότητα. Αυτό γίνεται μέσω του οισοφαγικού στομίου του διαφράγματος.

ΔΙΓΟΞΙΝΗ. Γνωστό καρδιακό φάρμακο, καρδιακή γλυκωσίδη.

ΔΙΕΓΕΡΤΙΚΑ. Ομάδα φρμάκων που δίνουν δύναμη στον οργανισμό ή σε συγκεκριμένα όργανα που υπολειτουργούν.

ΔΙΕΛΤΡΙΝΗ. Εντομοκτόνο, τοξικό για πολλά έντομα.

ΔΙΙΔΡΩΣΗ. Μεταφορά υγρών δια μέσου των ιστών.

ΔΙΟΥΡΗΣΗ. Αυξημένη παραγωγή ούρων.

ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΑ. Ουσίες που προκαλούν αύξηση της παραγωγής των ούρων από τα νεφρά.

ΔΙΠΛΗΓΙΑ. Παράλυση και των δύο πλευρών του σώματος.

ΔΙΠΛΟΗ. Στρώμα σπογγώδους οστού μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού πετάλου των οστών του κρανίου.

ΔΙΠΛΟΚΟΚΚΟΣ. Ομάδα βακτηριδίων που βρίσκονται σε ζεύγη.

ΔΙΡΟΦΙΛΑΡΙΑ. Επικίνδυνο περάσιτο του σκύλου.

ΔΙΡΟΦΙΛΑΡΙΩΣΗ. Σοβαρή νόσος του σκύλου που οφείλεται στο παράσιτο dirofilaria immitis και σπανιότερα στο dirofilaria repens. Τα ενήλικα παράσιτα αναπτύσσονται και κατασκηνώνουν στη δεξία κοιλία και στο δεξιό κόλπο της καρδιάς, στην πνευμονική αρτηρία και στην οπίσθια κοίλη φλέβα.

ΔΙΣΤΟΜΙΑΣΗ. Ζωοανθρωπονόσος που οφείλεται στους τρηματώδεις σκώληκες του ήπατος.

ΔΟΘΙΕΠΙΝΗ. Αντικαταθλιπτικό φάρμακο.

ΔΟΘΙΗΝΕΣ. Περιοχές του δέρματος μικρές, ευαίσθητες, φλεγμαίνουσες που περιέχουν πύον.

ΔΟΝΑΚΙΟ. Βακτηρίδιο καμπύλου σχήματος.

ΔΟΝΤΙ. Οστά μικρά επί των σιαγίνων, με τη βοήθεια των οποίων γίνεται η μάσηση των τροφών.

ΔΟΝΤΙΑ ΚΟΥΤΑΒΙΩΝ.

ΔΟΞΙΚΥΚΛΙΝΗ. Αντιβιοτικό με ευρύ φάσμα και μακράς δράσης.

ΔΥΣΕΝΤΕΡΙΑ. Δεν πρόκειται για πάθηση αλλά για σύμπτωμα κάποια νόσου. Προκαλείται από μολυσματικούς παράγοντες (βακτηρίδια, παράσιτα, πρωτόζωα) και συνοδεύεται από διάρροια με αίμα.

ΔΥΣΘΕΡΑΠΕΥΤΟ. Το δύσκολα θεραπευόμενο ζώο

ΔΥΣΘΥΜΙΑ. Μορφή κατάθλιψης ήπιας μορφής.

ΔΥΣΙΑΤΟΣ. αθεράπευτος.

ΔΥΣΙΔΡΩΣΙΑ. Δυσκολία παραγωγής ιδρώτα.

ΔΥΣΚΑΜΠΤΟ ΑΚΡΟ. Δυσκολία κίνησης του άκρου λόγω αρθρικών προβλημάτων ή τραυματισμού.

ΔΥΣΚΑΜΨΙΑ. Δυσκολία κινήσεων κάμψης.

ΔΥΣΚΟΙΛΙΟ. Το πάσχον ζώο από δυσκοιλιότητα.

ΔΥΣΚΟΙΛΙΟΤΗΤΑ. Παθολογική κατάσταση κατά την οποία τα έντερα αδυνατούν να προωθήσουν το περιεχόμενο προς την έξοδο, λόγω μειωμένης κινητικότητας και ελαττωμένης ύγρανσης.

ΔΥΣΟΣΜΙΑ. Η δυσάρεστη έως και ανυπόφορη μυρωδιά.

ΔΥΣΟΣΜΙΑ ΣΤΟΜΑΤΟΣ. Την ονομάζουμε και κακή αναπνοή λόγω της άσχημης μυρωδιάς που προέρχεται απο τη στοματική κοιλότητα.

ΔΥΣΟΥΡΙΑ. Ούρηση με δυσκολία και συνήθως υπάρχει και πόνος.

ΔΥΣΠΕΠΤΟ. Τρροφή που προκαλεί δυσπεψία.

ΔΥΣΠΕΨΙΑ. Η δυσκολία της λειτουργίας της πέψης με πόνο και αίσθημα δυσφορίαςαμέσως μετά το φαγητό.

ΔΥΣΠΛΑΣΙΑ. Ανώμαλη ανάπτυξη οργάνου, μέλους ή όλου του σώματος ενός ζώου.

ΔΥΣΠΛΑΣΙΑ ΙΣΧΙΟΥ. Παθολογική κατάσταση που εμφανίζεται κυρίως στο σκύλο και που αφορά τη μία ή και τις δύο αρθρώσεις του ισχίου σε σχέση με τον στηρικτικό και τον κινητικό ρόλο της.

ΔΥΣΠΝΟΙΑ. Παθολογική κατάσταση με δυσκολία λήψης αναπνοής.

ΔΥΣΤΡΟΦΙΑ. Η ελαττωματική και η λανθασμένη διατροφή στην ανάπτυξη των μυών, χωρίς παρεμβολή του νευρικού συστήματος.

ΔΥΣΤΡΟΦΙΑ ΜΥΙΚΗ. Διαταραχή των μυών με αδυναμία και απώλεια βάρους των μυών. Η μυϊκή δυστροφία είναι πάθηση κληρονομική.

ΔΥΣΦΑΓΙΑ. Δυσκολία στην κατάποση τροφής.

ΔΥΣΧΕΣΙΑ. Δυσκοιλιότητα λόγω κατακράτησης κοπράνων στο ορθό.

ΔΥΣΩΔΗ ΤΡΟΦΙΜΑ. Τροδές με πολύ δυσάρεστη μυρωδιά.

ΔΩΔΕΚΑΔΑΚΤΥΛΟΣ. Η μοίρα του εντέρου αμέσως μετά το στομάχι.