ΛΕΞΙΚΟ Γ,γ

Γ,γ

ΓΑΓΓΡΑΙΝΑ.  Θάνατος ζωντανών ιστών λόγω έλλειψης παροχής αίματος. 

ΓΑΛΑΚΤΟΑΙΜΙΑ. Αύξηση του ποσοστού λίπους στο αίμα.

ΓΑΛΑΚΤΟΖΗ. Συστατικό της λακτόζης.

ΓΑΛΑΚΤΟΚΗΛΗ. Κυστική διόγκωση του αδένα του μαστού.

ΓΑΛΑΚΤΟΡΡΟΙΑ. Αυτόματη και αυξημένη ροή γάλακτος από υπερπληρωμένους μαστούς.

ΓΑΜΕΤΗΣ. Το γεννητικό κύτταρο (σπερματοζωάριο – ωάριο).

ΓΑΜΜΑ ΣΦΑΙΡΙΝΕΣ. Ομάδα πρωτεϊνών που υπάρχουν στο πλάσμα του αίματος.

ΓΑΣΤΡΑΝΤΛΙΑ. Όργανο που χρησιμοποιείται για την πλύση του στομάχου.

ΓΑΣΤΡΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή του στομάχου.

ΓΑΣΤΡΕΚΤΟΜΗ. Χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του στομάχου ή τμήματος αυτού.

ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΤΙΔΑ. Ταυτόχρονη φλεγμονή του στομάχου και του εντέρου.

ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΟΣΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση με εκτομή του πυλωρού και ένωση του στομάχου με το έντερο.

ΓΑΣΤΡΙΚΗ ΠΛΥΣΗ. Τεχνική καθαρισμού του στομάχου για την αφαίρεση του περιεχομένου του (πλύση στομάχου).

ΓΑΣΤΟΚΗΛΗ. Πρόπτωση του στομάχου.

ΓΑΣΤΡΟΠΗΞΙΑ. Χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση της φυσιολογικής θέσης του στομάχου και την καθήλωση του.

ΓΑΣΤΡΟΠΛΑΣΙΑ. Χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση του   διατρηθέντος στομάχου με την ανάλογη ραφή.

ΓΑΣΤΡΟΡΡΑΓΙΑ. Αιμορραγία του στομάχου.

ΓΑΣΤΡΟΡΑΦΙΑ. Ραφή των τοιχωμάτων του στομάχου.

ΓΑΣΤΡΟΡΡΟΙΑ. Εξέμεση από το στομάχι ιξώδους στομαχικού υγρού.

ΓΑΣΤΡΟΣΚΟΠΗΣΗ. Διαγνωστική μέθοδος εξέτασης του στομάχου.

ΓΑΣΤΡΟΣΚΟΠΙΟ. Ειδικό όργανο για την γαστροσκόπηση.

ΓΑΣΤΡΟΣΤΟΜΙΑ. Δημιουργία τεχνητού στομίου στο στομάχι.

ΓΑΣΤΡΟΤΟΜΙΑ Χειρουργική επέμβαση διάνοιξης του στομάχου. 

ΓΛΑΥΚΩΜΑ. Παθολογική κατάσταση του οφθαλμου που μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση.

ΓΛΟΙΩΜΑ. Όγκος που σχηματίζεται στον εγκέφαλο ή στον νωτιαίο μυελό.

ΓΛΥΚΑΙΜΙΑ. Αύξηση της γλυκόζης πέραν των φυσιολογικών ορίων στο αίμα.

ΓΛΥΚΟΖΑΜΙΝΗ. Φυσικό σύνθετο που αποτελείται από γλυκόζη και ένα αμινοξύ, το οποίο προκύπτει φυσικά στο σώμα και σκοπό έχει την παραγωγή στον οργανισμό ενός λιπαντικού για την απορρόφησητων κραδασμών στις αρθρώσεις.

ΓΛΥΚΟΖΗ. Το διαδεδομένο σάκχαρο που παράγεται με φωτοσύνθεση και είναι η βασική πηγή ενέργειας για κάθε οργανισμό.

ΓΛΥΚΟΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗ. Ομάδα στεροειδών ορμονών που παράγονται από τον φλοιό των επινεφριδίων (κορτιζόλη και κορτιζόνη).

ΓΛΥΚΟΖΟΥΡΙΑ. Η περουσία γλυκόζης στα ούρα.

ΓΛΩΣΣΑΝΘΡΑΚΑΣ.(ΑΝΘΡΑΚΑΣ) Λοιμώδης ζωοανθρωπονόσος που οφείλεται στο σπορογόνο βακτήριο bacillus anthracis, με εντόπιση συμπτωμάτων στη γλώσσα.

ΓΛΩΣΣΙΤΙΔΑ. Φλεγμονή της γλώσσας.

ΓΛΩΣΣΟΚΗΛΗ. Παθολογική κατάσταση πρόπτωσης της γλώσσας έξω από το στόμα.

ΓΛΩΣΣΟΛΑΒΗ. Κτηνιατρικό εργαλείο για την συγκράτηση της γλώσσας.

ΓΛΩΣΣΟΠΑΘΕΙΑ. Οποιαδήποτε πάθηση της γλώσσας.

ΓΛΩΣΣΟΠΛΗΓΙΑ. Παράλυση της γλώσσας.

ΓΛΩΣΣΟΤΟΜΙΑ. Χειρουργική επέμβαση τομής στη γλώσσα.

ΓΛΩΧΙΝΑ. Τριγωνικό πέταλο, τμήμα των βαλβίδων της καρδιάς.

ΓΝΑΘΟΣ. Σιαγόνα (άνω και κάτω).

ΓΟΜΦΙΟΣ. Είδος δοντιού.

ΓΟΝΙΔΙΟ. Η βιολογική μονάδα της κληρονομικότητας. 

ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ. Η εκσπερμάτωση του αρσενικού στο κόλπο του θηλυκού ζώου κατά τη σεξουαλική πράξη. 

ΓΡΙΠΗ. Λοιμώδης νόσος του αναπνευστικού συστήματος.